Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012



Οἱ Ἅγιοι Εὐστράτιος, Αὐξέντιος, Εὐγένιος, Μαρδάριος καὶ Ὀρέστης
Μαρτύρησαν κατὰ τὸ σκληρὸ διωγμὸ τῶν χριστιανῶν ἐπὶ Διοκλητιανοῦ. Ὁ Εὐστράτιος, ποὺ ἦταν ἀνώτερος ἀξιωματικός, συνελήφθη ἀπὸ τὸν δούκα Λυσία. Αὐτός, ἀφοῦ τὸν βασάνισε μὲ τὸν πιὸ φρικτὸ τρόπο, ἔπειτα τὸν ἔστειλε στὸν ἔπαρχο Ἀγρικόλα. Φημισμένος αὐτὸς γιὰ τὴν ὠμότητά του ἀπέναντι στοὺς χριστιανούς, ἔβαλε τὸν Εὐστράτιο νὰ βαδίσει μὲ σιδερένια παπούτσια, ποὺ εἶχαν μέσα μυτερὰ καρφιά. Κατόπιν τὸν ἀποτελείωσε, ἀφοῦ τὸν ἔριξε μέσα στὴ φωτιά. Τὸν Αὐξέντιο, ποὺ ἦταν ἱερέας καὶ συμπολίτης τοῦ Εὐστρατίου, ὁ ἡγεμόνας τὸν πίεσε νὰ ἀλλαξοπιστήσει μὲ πολλὲς δελεαστικὲς ὑποσχέσεις. Ἀλλὰ ὁ ἄξιος λειτουργός του Χριστοῦ ἀπάντησε: «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ λέω πολλὰ λόγια Λυσία. Στὴ ζωὴ αὐτὴ εἶμαι τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ εἶμαι δικός Του μέχρι θανάτου. Καὶ ἂν ἀναρίθμητους δαρμοὺς καὶ πληγές μου δώσεις, καὶ ἂν μὲ φωτιὰ καὶ σίδερο μὲ λιώσεις, ὁ Χριστός μου εἶναι παντοδύναμος καὶ ὁ Σταυρός Του ἀκαταμάχητος. Αὐτὸς καθ᾿ ἑαυτὸν ὁ Αὐξέντιος εἶναι ἀδύνατος. Ἀλλὰ τοῦ χριστιανοῦ Αὐξεντίου τὸ φρόνημα δὲ θὰ κάμψεις ποτέ». Ἐξαγριωμένος ὁ ἡγεμόνας ἀπὸ τὴν ἀπάντηση, ἀμέσως τὸν ἀποκεφάλισε. Τὸ Μαρδάριο, ἀφοῦ τρύπησαν τοὺς ἀστραγάλους του τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω καὶ τὸν ἔκαψαν. Ὁ ἀξιωματικὸς Εὐγένιος, ἀφοῦ τοῦ ἔκοψαν τὴν γλῶσσα καὶ τὰ χέρια καὶ τοῦ ἔσπασαν τὰ πόδια, ἐξέπνευσε. Τὸν δὲ στρατιώτη Ὀρέστη τὸν θανάτωσαν, ἀφοῦ τὸν ξάπλωσαν σὲ πυρακτωμένο κρεβάτι.

Ἡ Ἁγία Λουκία ἡ παρθένος
Ἡ μεγάλη της πίστη ἔκανε θαύματα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια βραβεύτηκε ἀνάλογα. Ἡ Λούκια ἔζησε στὰ μέσα τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα καὶ γεννήθηκε στὶς Συρακοῦσες τῆς Σικελίας. Ἦταν μοναχοκόρη, ποὺ εἶχε χάσει νωρὶς τὸν πατέρα της καὶ ἡ εὐσεβὴς μητέρα της ἔπασχε ἀπὸ αἱμόῤῥοια. Ἡ βοήθεια τῶν γιατρῶν δὲν στάθηκε ἱκανὴ νὰ τὴν γιατρέψει, γι᾿ αὐτὸ καὶ περίμενε τὴν γιατρειά της μόνο ἀπὸ τὴν θεία βοήθεια. Στὴν Κατάνη βρισκόταν τὸ λείψανο τῆς ἁγίας Ἀγαθῆς καὶ μητέρα μαζὶ μὲ τὴν κόρη πῆγαν νὰ τὸ προσκυνήσουν. Τὴ νύχτα ποὺ ἔφτασαν, ἡ Λουκία προσευχήθηκε μὲ ὅλη της τὴν δύναμη, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὴν μεγάλη πίστη ποὺ φώλευε στὴν καρδιά της, γιὰ τὴν θεραπεία τῆς μητέρας της. Κατόπιν κοιμήθηκε καὶ στὸν ὕπνο της εἶδε τὴν ἁγία Ἀγαθή, ποὺ τῆς εἶπε ὅτι ἡ μητέρα της θὰ θεραπευόταν καὶ ἡ ἴδια θὰ πέθαινε μαρτυρικὰ γιὰ τὸ Χριστό. Τὴν ἑπομένη μέρα, πράγματι ἡ μητέρα της θεραπεύτηκε καὶ οἱ δυὸ μαζὶ τότε εὐχαρίστησαν τὸ Θεὸ καὶ τὴν Ἁγία. Ὅταν ἐπέστρεψαν στὶς Συρακοῦσες, ἡ Λούκια ἔπεισε τὴν μητέρα της καὶ διαμοίρασαν ὅλη τους τὴν περιουσία στοὺς φτωχούς. Ἔπειτα ἡ ἴδια ἡ Λουκία κατέβαλλε κάθε προσπάθεια, γιὰ νὰ μεταδίδει τὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου καὶ σ᾿ ἄλλες κοπέλες, ποὺ βρίσκονταν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης. Καταγγέλθηκε ὅμως γι᾿ αὐτό, ἐπὶ τοῦ διώκτου βασιλιᾶ Δεκίου καὶ δικάστηκε. Ἀφοῦ ἀπέῤῥιψε μὲ γενναιότητα ὅλες τὶς προτροπὲς γιὰ ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό, καταδικάστηκε σὲ θάνατο. Καὶ ἔτσι ἡ νεαρὴ ἀλλὰ γενναία παρθένος, ἀποκεφαλίστηκε γιὰ τὴν πίστη της.

Ὁ Ὅσιος Ἄρης
Ἕνας ἀπὸ τοὺς Ὁσίους καὶ σοφοὺς ἀσκητὲς τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου, τοῦ ὁποίου ἀποφθέγματα ὑπάρχουν στὸν Εὐεργετινό. Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ὅσιος Ἀρσένιος ποὺ ἀσκήτευσε στὸ Λάτριο ὄρος
Πότε ἀκριβῶς ἔζησε δὲν μᾶς εἶναι γνωστό. Πάντως ἀπὸ τὰ βιογραφικά του στοιχεῖα συμπεραίνουμε ὅτι ἦταν μεταξὺ τοῦ 8ου καὶ 9ου αἰῶνα. Καταγόταν ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, ἀπὸ πλούσια καὶ ἐπίσημη οἰκογένεια. Ὁ ἴδιος ἦταν πατρίκιος καὶ στρατηγός, τῶν Κιβυῤῥαιωτῶν καὶ ἔπειτα στὸν Βυζαντινὸ στόλο. Κάποτε ὅμως, σὲ μία φοβερὴ τρικυμία, ὁ στόλος καταποντίσθηκε καὶ διασώθηκε μόνο αὐτός. Τότε ἀφιέρωσε τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του στὸ Θεό, ἀφοῦ ἔγινε μοναχὸς καὶ ζοῦσε μὲ αὐστηρὴ νηστεία καὶ προσευχή. Ποῦ πρῶτα μόνασε δὲν τὸ γνωρίζουμε. Ἀργότερα κατέφυγε σὲ τόπο ἀπομονωμένο, ἀπέναντι ἀπὸ τὴν τοποθεσία Ἱερὸ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ στὸ Λάτριο ὄρος, ὅπου ἐπιδόθηκε σὲ αὐστηρότατη ἄσκηση. Ἀπὸ ἐκεῖ κλήθηκε νὰ διοικήσει τὴν Μονὴ Κελλιβάρων, ἀλλ᾿ ἐνοχλούμενος καὶ ἐπιζητῶντας τὴν ἡσυχία, ἀναχώρησε καὶ κλείστηκε μέσα σὲ μία τρῦπα ταλαιπωρῶντας τὸ σῶμα του. Ἀλλ᾿ οἱ μοναχοί της Μονῆς τὸν βρῆκαν καὶ τὸν ἐπανέφεραν στὴ Μονή, ὅπου ζοῦσε σ᾿ ἕνα κελὶ καὶ μόνο μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, τὴν Κυριακή, ἔβλεπε τοὺς ἀδελφοὺς καὶ συνέτρωγε μ᾿ αὐτούς. Προαισθάνθηκε τὸ τέλος τῆς ζωῆς του καὶ κάλεσε ὅλους τοὺς μοναχοὺς τῆς Μονῆς καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδωσε κατάλληλες πνευματικὲς συμβουλές, ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Γαβριήλ Ἱερομάρτυρας Ἀρχιεπίσκοπος Πεκίου Σερβίας
Ὁ Γαβριὴλ ἦταν Ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας. Μὲ ἄδεια τῶν Τούρκων, εἶχε πάει στὴ Βλαχία καὶ Ῥωσία γιὰ νὰ μαζέψει χρήματα, γιὰ τὶς ἀνάγκες τῆς Σερβικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τότε κατηγορήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίτροπό του στὴν Ἀρχιεπισκοπή, Βούλγαρο Μάξιμο, ὅτι ἐπιβουλεύεται τὴν Τουρκικὴ ἐξουσία. Ἔτσι, ὅταν ὁ Γαβριὴλ ἐπέστρεψε ἀπ᾿ τὴν Ῥωσία, βρῆκε στὸν ἀρχιεπισκοπικὸ θρόνο τὸν Μάξιμο. Ἀμέσως τότε ὁ Γαβριὴλ προέβη σὲ ἐνέργειες γιὰ τὴν ἔξωσή του. Ὁ Μάξιμος ὅμως πῆγε στὴν Προῦσα, ὅπου βρισκόταν ὁ Σουλτάνος καὶ ὁ Βεζίρης καὶ ἐπανέλαβε τὶς συκοφαντίες ἐναντίον τοῦ Γαβριήλ. Τότε ὁ Βεζίρης κάλεσε τὸν Γαβριὴλ ἀπὸ τὴν Σερβία στὴν Προῦσα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ τὸν ἀνέκρινε, πείστηκε μὲν ὅτι πρόκειται γιὰ συκοφαντία, ἀλλ᾿ ἀξίωσε ἀπὸ τὸν μάρτυρα ν᾿ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστὸ γιὰ νὰ ἔχει τιμὲς καὶ ἀξιώματα. Ὁ ἱεράρχης ἀπέκρουσε τὶς προτάσεις καὶ παρέμεινε ἀκλόνητος στὴ χριστιανικὴ πίστη. Ἔτσι, ἀφοῦ σκληρὰ τὸν βασάνισαν, δέχτηκε τὸ στεφάνι τοῦ μαρτυρίου μὲ ἀπαγχονισμὸ στὶς 13 Δεκεμβρίου 1659. Ὁ Otto Meinardus τοποθετεῖ τὸ μαρτύριο τοῦ νέου ἱερομάρτυρα αὐτοῦ, στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1681.

Οἱ Ἅγιοι Ἰουβενάλιος καὶ Πέτρος ὁ Ἀλεούτιος καὶ πάντων τῶν Ἁγίων τῶν ἐν Ἀλάσκᾳ
Λεπτομέρειες γιὰ τὴ ζωὴ αὐτῶν τῶν ἁγίων τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο « Ἀλάσκα-Ὀρθόδοξο Συναξάρι», τοῦ Γ.Ε. Πιπεράκη, Ἔκδ. «Παρουσία», Ἀθῆναι.

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012

Βίος Αγίου Σπυρίδωνος του Θαυματουργού Επισκόπου Τριμυθούντος
Ο Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, Επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου εορτάζεις τις 12 Δεκεμβρίου



Ανήκει στην ιερή φάλαγγα των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας των πρώτων αιώνων.
Γεννήθηκε το 270 μ.Χ. και έζησε στα χρόνια του Μ. Κωνσταντίνου (306 - 337) και του γιου του Κωνστάντιου (337 - 361).
Γενέθλια πατρίδα του ο Άγιος Σπυρίδων είχε όχι την Τριμυθούντα της Κύπρου, όπως γράφουν πολλοί και που σήμερα είναι ένα μικρό χωριό με το όνομα Τρεμετουσία, 
αλλά την γειτονική της κωμόπολη Άσσια.
Αυτό μας λέγει ο Άγιος Τριφύλλιος, πρώτος Επίσκοπος της Λευκωσίας και μαθητής του Αγίου Σπυρίδωνος. «Ούτος ουν ο Άγιος Σπυρίδων αγροίκος μεν ην ειπείν κατά την 
ανατροφήν, εν χωρίω Ασκία καλουμένω γεννηθείς εις την Κυπρίων επαρχίαν». Το χωριό Ασκία (πιο σωστά Άσκια) είναι η γνωστή κωμόπολη της Άσσιας, που είναι κοντά 
στην Τριμυθούντα. «Αγροίκος» σημαίνει άνθρωπος απλοϊκός, άνθρωπος που δεν σπούδασε, δεν έμαθε να γράφει και να διαβάζει καλά.
Άνθρωπος, όπως λέμε εμείς σήμερα του βουνού και του κάμπου. Άνθρωπος της υπαίθρου• και τέτοιος πραγματικά ήταν ο Άγιος μας. Τέτοιοι ήσαν και οι γονείς του. 
Άνθρωποι αγρότες, φτωχοί, αλλά πολύ ενάρετοι και πιστοί. Γι’ αυτό και το παιδί τους το ανέθρεψαν με προσοχή και φόβο Θεού. Το ανέθρεψαν, όπως λέγει και ο θείος 
Παύλος για τον μαθητή του Τιμόθεο, ότι τον ανέθρεψε η γιαγιά του Λωΐδα και η μητέρα του Ευνίκη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου».



Μόρφωση και ζωή
Γράμματα ο Άγιος δεν έμαθε πολλά. Ούτε φοίτησε σε ανώτερες Σχολές, όπως οι άλλοι μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας. Η Αγία Γραφή όμως, το βιβλίο του Θεού, ήταν ο 
καθημερινός και αχώριστος σύντροφός του. Όπου πήγαινε, μαζί του την έπαιρνε. Μαζί του στο σπίτι. Μαζί του και όταν οδηγούσε τα πρόβατα στη βοσκή, γιατί ήταν βοσκός. 
Μέσα στο σακίδιό του, την γνωστή κυπριακή βούρκα στην οποία είχε βαλμένο το λιτό του γεύμα, είχε και το Ευαγγέλιό του. Πόσο συγκινητική, μα και αξιομίμητη αλήθεια ήταν 
τούτη η συνήθειά του! Μιλάει μόνη της. Τούτο προσθέτουμε:
Εκεί στον κάμπο τον πλατύ, όταν τα πρόβατα βοσκάνε, ο Σπυρίδων καθισμένος κάτω από τον ίσκιο κάποιου δένδρου ή πάνω σε κάποιο ψήλωμα μελετούσε μ’ ευφροσύνη 
τα λόγια του Θεού και σαν τον Δαβίδ έψαλλε και δοξολογούσε τα μεγαλεία του. Πολλές φορές ακόμη καλούσε κοντά του τους άλλους βοσκούς και με στοργή και αγάπη 
παραδειγματική τους δίδασκε του Θεού τον νόμο, και αγωνιζόταν ώρες να οδηγήσει τις ψυχές τους στα χλοερά λιβάδια της χριστιανικής πίστης.

Από τα πρώτα του βήματα το λουλούδι αυτό του Ουρανού και όργανο του Αγίου Πνεύματος φρόντιζε να σκορπίσει παντού της Ορθοδοξίας τα αρώματα. Κάθε μέρα που 
περνούσε, ο ζήλος του για την σωτηρία των γύρω του, μα και η αγάπη και η ταπείνωσή του, τον ανέβαζε και σε ψηλότερες βαθμίδες αρετής και ηθικής τελειώσεως. Και γινόταν 
για τις δύσκολες ημέρες της εποχής του, εποχής σκληρών διωγμών και ειδωλολατρίας, πρότυπο θάρρους και χριστιανικής ομολογίας. Στον διωγμό, που εξαπέλυσε ενάντια 
στους Χριστιανούς ο Μαξιμίνος (308 - 313) συνελήφθη και ο ιερός Σπυρίδων. Ο φλογερός και υπέρμαχος της χριστιανικής αλήθειας του Θεού επίσκοπος δεν μπορούσε να 
αγνοηθεί. Τα βασανιστήρια πολλά. Σ’ ένα απ’ αυτά όπως μας λέγει κάποιος συναξαριστής, είχε εξαρθρωθεί και το πόδι του και είχε βλαφθεί και το ένα του μάτι.
Τους παλμούς της καρδιάς του και την αγάπη του όμως στον Χριστό τίποτα δεν μπόρεσε να μειώσει. Μια ευφροσύνη πλημμύριζε ολόκληρο το είναι του, σαν σκεφτόταν ότι 
έπασχε για την πίστη του στον Σωτήρα Χριστό. «Οὐκ ἄξια τά παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρός τήν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἠμᾶς». (Ρωμ. η΄ 18), έλεγε και 
επαναλάμβανε από μέσα του, σαν δεχόταν τα ραπίσματα και τους άλλους εξευτελισμούς.
Μετά την έκδοση του «εδίκτου του Μεδιολάνου» (313), του διατάγματος δηλαδή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του Λικινίου με το οποίο επιβαλλόταν στην αυτοκρατορία 
η ανεξιθρησκεία, ο άγιος Σπυρίδων επέστρεψε στην Τριμυθούντα.



Ο Άγιος δημιουργεί οικογένεια
Μα και στις ημέρες της ευτυχίας και της οικογενειακής θαλπωρής που απολάμβανε μετά την απελευθέρωσή του, που έγινε πιθανόν ύστερα από την κυκλοφορία του διατάγματος 
των Μεδιολάνων, η φλόγα της πίστεώς του στον Χριστό έμεινε αμείωτη και η αγάπη του πάντα υποδειγματική.
Είπα στις ημέρες της οικογενειακής θαλπωρής, γιατί νέος ο Άγιος μας, κατόπιν πιέσεως των γονιών του δημιούργησε οικογένεια. Δυστυχώς όμως πολύ νωρίς έχασε την 
προσφιλή του σύντροφο. Την κάλεσε ο Κύριος κοντά του. Έτσι ο Σπυρίδων έμεινε μόνος με συντροφιά την χαριτωμένη κόρη του, την Ειρήνη του. Ο πόνος υπήρξε μεγάλος. 
Όμως, ποτέ δεν παραπονέθηκε. Τα λόγια του πολύαθλου Ιώβ ήταν πάντα στο στόμα του. «Ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλατο. Ὡς τῷ Κυρίω ἔδοξεν, οὕτω καί ἐγένετο. Εἴη τό 
ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰώνας» (Ιώβ α΄ 21). Παρηγοριά στην θλίψη του βρήκε πάλι στα λόγια του Θεού. Γιατί μόνο τα λόγια του Θεού τις στιγμές αυτές είναι ικανά 
να ξεκουράσουν ψυχικά τον άνθρωπο και να τον οδηγήσουν στην σωτηρία.
Η πανθομολογουμένη από όλους ευσέβεια και αρετή του κατέστησε τον Άγιο σεβαστό και αγαπητό, όχι μονάχα στην πόλη του, μα και στα γύρω χωριά. Σ’ αυτόν έβρισκαν 
καταφύγιο οι δυστυχισμένοι. Αυτόν είχαν προστάτη οι πονεμένοι. Αυτόν έβλεπαν πατέρα τα ορφανά. Σε κάθε ανάγκη σ’ αυτόν κατέφευγαν όλοι, γιατί στο πρόσωπό του ήταν 
βέβαιοι πως θα βρίσκανε αυτό που ήθελαν, αυτό που ποθούσαν. Την παρηγοριά και την ανακούφιση.



Ο Σπυρίδων ποιμένας ψυχών
Έτσι, όταν κάποτε πέθανε ο ιερέας του τόπου εκείνου, μικροί και μεγάλοι μ’ ένα στόμα τον Σπυρίδωνα κάλεσαν και τον έπεισαν να χειροτονηθεί ποιμένας των ψυχών τους. 
Αργότερα κλήρος και λαός με τις παρακλήσεις τους πάλι ανέδειξαν τον Άγιο πρώτο Επίσκοπό της Τριμυθούντος. Και την θέση αυτή τίμησε και δόξασε όσο κανένας άλλος 
ο απλοϊκός βοσκός. Την τίμησε και την δόξασε, γιατί ήταν ο πράος και ταπεινός. Τα λόγια του θείου Διδασκάλου «μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πράος εἰμί καί ταπεινός τή καρδία» 
(Ματθ. ια΄ 29) ήταν γι’ αυτόν σύνθημα ζωής, ήταν καθημερινό βίωμα.
Ο Σπυρίδων ήταν ακόμη η προσωποποίηση της αγάπης και καλοσύνης. Η πόρτα του σπιτιού του ήταν πάντα ανοιχτή για κάθε ξένο και περαστικό, και για κάθε οδοιπόρο. 
Τα λόγια του θείου Παύλου «τήν φιλοξενίαν διώκετε» ήταν γι’ αυτόν τρόπος ζωής. Ο Άγιος αγαπούσε τον κάθε άνθρωπο. Όποιος ερχόταν σπίτι του έπρεπε να καθίσει να 
ξεκουραστεί, να διανυκτερεύσει, να φάει και να πιεί. Πολλές φορές ο ίδιος ο Επίσκοπος μιμούμενος τον Κύριο έφερνε νερό και έπλενε με αγάπη τα πόδια των κουρασμένων 
στρατοκόπων για να τους ξεκουράσει. Σε όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του ο ταπεινός και πράος εκπρόσωπος της νέας πίστεως ήταν ο γνήσιος ακόλουθος Εκείνου, που 
ήταν και είναι «η οδός και η αλήθεια και η ζωή». Η αγιότητά του υπήρξε θαυμαστή. Γι’ αυτό και ο Πανάγαθος Θεός πλούσια τον αντάμειψε από τον καιρό που ήταν ακόμη στη ζωή.
Άπειρα είναι τα θαύματα που έκαμε με τη βοήθεια του Χριστού. Θαύματα μεγάλα, αναμφισβήτητα, συγκινητικά. Δίκαια η Εκκλησία του έδωκε την προσωνυμία του Θαυματουργού.
Αξίζει να δούμε και να γνωρίσουμε όλοι οι χριστιανοί, πόσο χαριτώνει ο Κύριος εκείνους, που με σταθερότητα και ειλικρίνεια αληθινή του δίδουν την καρδιά τους.



Συμμετοχή σε Συνόδους
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες που υπάρχουν ο άγιος Σπυρίδων έλαβε μέρος στις εργασίες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, πού συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας το έτος 325, 
από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Είναι η εποχή κατά την οποία διάφοροι εκκλησιαστικοί άντρες ασχολούνταν με το ζήτημα της θεότητας του Ιησού Χριστού. Ο πλέον συστηματικός 
πολέμιος της θεότητας του Χριστού υπήρξε ο Άρειος, πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Αλεξάνδρειας. Αν και ο Άρειος καθαιρέθηκε από τον Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και η 
διδασκαλία του αποδοκιμάστηκε από τοπική Σύνοδο, ο ίδιος και οι οπαδοί του συνέχισαν να αναστατώνουν την Εκκλησία με τις αιρετικές απόψεις τους. Έτσι ο Μέγας 
Κωνσταντίνος συγκάλεσε την Α΄ οικουμενική Σύνοδο, στην οποία μεταξύ των 318 πατέρων ήταν και ο άγιος Σπυρίδων, ο οποίος μάλιστα διεκρίθη.

Και να πως η χάρη και ο φωτισμός του Θεού χρησιμοποίησαν τον χωρίς σπουδαία μόρφωση άγιο Σπυρίδωνα να υποστηρίξει τη θεότητα του Ιησού Χριστού: Ο Άρειος και όσοι
τον ακολουθούσαν, χρησιμοποιούσαν τη λογική και τη φιλοσοφία προκειμένου να στηρίξουν τα κατά της θεότητας του Χριστού επιχειρήματα τους. Τότε ο άγιος Σπυρίδων, ο
απλός και ταπεινός αυτός επίσκοπος, θέλοντας να αποδείξει ότι ο Θεός είναι τριαδικός και ο Υιός είναι «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», και ότι «ἐγεννήθη ἐκ τοῦ Πατρός πρό πάντων τῶν 
αἰώνων», άρα δεν είναι κτίσμα του, πήρε στα χέρια του ένα κεραμίδι. Κάνοντας δε το σημείο του σταυρού, σφίγγει το κεραμίδι λέγοντας! «Εις το όνομα του Πατρός», και από το 
κεραμίδι βγαίνει μία φλόγα• «Και του Υιού», και από το κεραμίδι στάζει νερό• «Και του Άγιου Πνεύματος», και στο χέρι του μένει το χώμα. Και μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων 
εξηγεί με λόγια απλά:
Το χώμα, το νερό και η φωτιά, δηλαδή τρία υλικά στοιχεία, έκαναν το ένα κεραμίδι. Το ίδιο συμβαίνει και με την Άγια Τριάδα. Είναι ένας Θεός, αποτελείται όμως από τρία
Πρόσωπα• τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, ομοούσια μεταξύ τους. Άρα ο Υιός δεν είναι κτίσμα του Πατρός. Έτσι η Α΄ οικουμενική Σύνοδος, με τη συμβολή και του 
αγίου Σπυρίδωνος, θέσπισε την ομοουσιότητα του Χριστού με τον Θεό Πατέρα και αναθιμάτισε τον Άρειο και όσους υποστήριξαν τις αιρετικές του απόψεις.
Ο άγιος Τριμυθούντος έλαβε μέρος και στις εργασίες της Συνόδου που συνεκλήθη το 342-43 στη Σαρδική (σημερινή Σόφια) και υπέγραψε τα Πρακτικά της, όπως αναφέρει 
στη Β΄ Απολογία του ο Μέγας Αθανάσιος.



Το μακάριο τέλος
Ήλθε όμως ο καιρός, η ευλογημένη αυτή ζωή, μια ζωή υποδειγματικής πραότητας και ταπεινοφροσύνης, μια ζωή άδολης αγάπης και καλοσύνης, μια ζωή γεμάτη από θεία χάρη 
να εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο και να μεταπηδήσει από το επίγειο στο ουράνιο θυσιαστήριο του Κυρίου, για να συνεχίσει εκεί τις υπηρεσίες του. Αυτό έγινε το 348 μ.Χ. 
με τον θάνατο του Αγίου στην επισκοπή του στην Τριμυθούντα. Έφυγε ο καλός ποιμήν. Έφυγε από το ποίμνιό του. Η αγάπη όμως και το ενδιαφέρον του για τα λογικά πρόβατα 
του Χριστού που ζητάνε την μεσιτεία του και τις πρεσβείες του προς τον Κύριο, δεν σταμάτησαν. Συνεχίζονται ως σήμερα. Και θα συνεχίζονται μέχρι που θα θέλει ο Τριαδικός 
Θεός.
Τα πνευματικά του παιδιά θρήνησαν για καιρό την κοίμησή Του. Το λείψανό του στην ανακομιδή που έγινε μετά από πολλά χρόνια είχε μείνει άφθαρτο και ευωδίαζε. Γι’ αυτό και οι 
κάτοικοι της προνομιούχου πόλεως, που τον είχε ποιμένα ψυχών, το έβαλαν σε μία μαρμάρινη λάρνακα, που έστησαν δίπλα στην είσοδο του ναού από τον νάρθηκα, για να είναι 
προσκύνημα των πιστών.

Η λάρνακα βρίσκεται ακόμη στο ίδιο μέρος αλλά χωρίς τον θησαυρό. Χωρίς το άγιο λείψανο. Όταν άρχισαν οι αραβικές επιδρομές η επιδρομές των Σαρακηνών (648 μ.Χ.) το
λείψανο για ασφάλεια μεταφέρθηκε από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ στην Κωνσταντινούπολη. Από εκεί λίγο καιρό πριν να πέσει η βασιλίδα των πόλεων στα χέρια των 
Τούρκων, ένας ιερέας που ονομαζόταν Γρηγόριος Πολύευκτος, το πήρε από τον ναό που φυλασσόταν μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας και το μετέφερε μέσον της 
Θράκης, Μακεδονίας και Σερβίας στην Παραμυθιά της Ηπείρου και ύστερα στην Κέρκυρα γύρω στο 1460. Επί τρία ολάκερα χρόνια ο ευσεβής εκείνος ιερέας περιπλανιόταν από 
τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Σ’ όλο αυτό το διάστημα τα δύο λείψανα τα είχε κρυμμένα σε δύο σακιά άχυρα για τα οποία, σαν τον ρωτούσε κανείς έλεγε, 
πως τα άχυρα εκείνα ήταν τροφή για το υποζύγιό του.


Το Άγιο Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος του Θαυματουργού Επισκόπου Τριμυθούντος που βρίσκεται στην Κέρκυρα

Το λείψανο του Αγίου στην Κέρκυρα
Τα Επτάνησα την εποχή αυτή βρισκόντουσαν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Γι’ αυτό και ο Πολύευκτος κατέφυγε σ’ ένα από αυτά, την Κέρκυρα, γιατί πίστευε, πως εδώ 
ο θησαυρός που μετέφερε θα ήταν ασφαλισμένος. Και πραγματικά τα τίμια λείψανα υπήρξαν εδώ ασφαλισμένα. Στην Κέρκυρα ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε ένα 
πρόσφυγα, τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη άλλοτε συμπολίτη του και του κληροδότησε το ιερό λείψανο. Από αυτό λείπει το δεξί χέρι. Τούτο βρισκόταν στη Ρώμη στο ναό του 
τάγματος του Φ. Νέρι (Ορατοριανών) μέχρι τον Νοέμβριο του 1984. Κατά το έτος αυτό, παραμονές της εορτής του Αγίου, μετά από έντονες ενέργειες του Σεβασμιωτάτου 
Μητροπολίτου Κερκύρας και Παξών κ. Τιμοθέου, η Εκκλησία της Ρώμης δέχτηκε και πρόσφερε στην Εκκλησία της Κερκύρας το ως άνω ιερό λείψανο. Τούτο πήγε και παρέλαβε 
ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος Κερκύρας και το μετέφερε αεροπορικώς στην ευλογημένη νήσο. Έτσι το ιερό οστούν του δεξιού χεριού του αγίου, που για αιώνες φυλασσόταν στη 
Ρώμη από τότε βρίσκεται στην προνομιούχο νήσο και κάθε φορά λιτανεύεται μαζί με το ιερό σκήνωμα του Αγίου. Το αριστερό διατηρείται ακέραιο μαζί με το άγιο λείψανο. 
Επίσης και τα μάτια του Αγίου κατά παραχώρηση του Θεού, διατηρήθηκαν αλώβητα μέσα στον τάφο.


Η Λάρνακα που φέρει το Λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνος στην Κέρκυρα

Χιλιάδες πιστοί κάθε χρόνο απ’ όλα τα μέρη του κόσμου επισκέπτονται τον περίπιστο ναό του Αγίου, που η ευλάβεια του Κερκυραϊκού λαού ανήγειρε προς τιμή του. Το άγιο
λείψανο φυλάσσεται εδώ σε πολυτελή λάρνακα και διατηρείται άφθαρτο και ακέραιο ενάντια στους αμετάθετους της φύσεως όρους. Άφθαρτο και ακέραιο μένει, για να διακηρύττει 
στους αιώνες το λόγιο, το προφητικό. «Τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν τή γῆ αὐτοῦ ἐθαυμάστωσεν ὁ Κύριος» (Ψαλμ. ιε΄ 3).


Η Εκκλησία που είναι αφιερωμένη στον Άγιο Σπυρίδων και στην οποία φυλάσσεται το πάνσεπτο σκήνωμα του στην Κέρκυρα

Άπειρα είναι τα θαύματά του. Γι’ αυτό και δεκάδες πολλές τα χρυσά κανδήλια, δώρα ευλαβών ψυχών που κρέμονται πάνω και γύρω από την λάρνακα, που φιλοξενεί το άγιο 
λείψανό του. Όλα αυτά δείχνουν και μαρτυρούν την βαθιά εκτίμηση και ευλάβεια στο πρόσωπο του Αγίου μας από μέρους των ευεργετηθέντων. Ογδόντα ναοί στην Ελλάδα μας 
διακηρύττουν τον σεβασμό του φιλόθρησκου Ελληνικού λαού στη μνήμη του. Από όλα τα μέρη του κόσμου χιλιάδες πιστοί αναλαμβάνουν ταξίδια μακρινά κάθε χρόνο για να πάνε 
στην χάρη του, να προσκυνήσουν το άγιο σκήνωμά του και να παρακολουθήσουν τις συγκινητικές και θεαματικές λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τον 
χρόνο. Μια κατά το Μ. Σάββατο σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από τη σιτοδεία. Δεύτερη κατά την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από την 
τρομερή επιδημία της πανώλης (πανούκλας). Τρίτη η λιτανεία της 11ης Αυγούστου για ανάμνηση της σωτηρίας της νήσου από την τουρκική εκστρατεία. Και τέταρτη κάθε πρώτη 
Κυριακή του Νοεμβρίου για να θυμούνται την δεύτερη θαυμαστή απαλλαγή της νήσου από την πανώλη.


 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Τῆς Συνόδου τῆς πρώτης ἀνεδείχθης ὑπέρμαχος, καὶ θαυματουργὸς θεοφόρε, Σπυρίδων Πατὴρ ἡμῶν• διὸ νεκρᾷ σὺ ἐν τάφῳ προσφωνεῖς, καὶ ὄφιν εἰς χρυσοῦν 
μετέβαλες• καὶ ἐν τῷ μέλπειν τὰς ἁγίας σου εὐχάς, Ἀγγέλους ἔσχες συλλειτουργούντάς σοι Ἱερώτατε. Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ• δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι• 
δόξα τῷ ἐνεργούντι διὰ σοῦ, πᾶσιν ἰάματα.

Κοντάκιον Ἦχος β΄. Τὰ ἄνω ζητῶν
Τῷ πόθῳ Χριστοῦ τρωθεὶς, Ἱερώτατε, τὸν νοῦν πτερωθείς, τῇ αἴγλῃ τοῦ Πνεύματος, πρακτικὴ θεωρία, τὴν πρᾶξιν εὗρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θεῖον γενόμενος, 
αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἕλλαμψιν.

Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ὡς θησαυρὸν τῆς συμπαθείας ἀδαπάνητον καὶ τῶν θαυμάτων κρήνην ὄντως πολυχεύμονα μακαρίζομεν Σπυρίδων σε Ἱεράρχα. Ἀλλ’ ὡς ῥύστης τῶν καλούντων 
σε ὀξύτατος ἐκ παντοίων ἀπολύτρωσαι κακώσεων τοὺς βοῶντάς σοι, χαίροις Πάτερ πανεύφημε.

Κάθισμα Ἦχος πλ. δ΄. Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον
Ἐκ ποιμνίων προβάτων τὴν τοῦ Χριστοῦ, Ἐκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμὴν θεοπρόβλητος, σὺ Σπυρίδων ἀνέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ἐλάσας τοῖς 
λόγοις σου, ἐν εὐσεβείας πόᾳ, αὐτὴν ἐκτρεφόμενος• ὅθεν ἀναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, τὴν πίστιν ἐτράνωσας, τῇ σοφίᾳ τοῦ Πνεύματος, Ἱεράρχα μακάριε• 
Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν δωρήσασθαι, τοῖς ἑορτάζουσι πόθῳ, τὴν ἁγίαν μνήμην σου.



Ὁ Οἶκος
Τὸν ἐκ κοιλίας ἡγιασμένον Ἱεράρχην Κυρίου, ἀνευφημήσωμεν νῦν Σπυρίδωνα, τὸν τῆς χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, καὶ ἐν θαύμασι περιβόητον πᾶσι, 
καὶ ὡς θερμὸν καὶ αὐτόπτην τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὡς τῶν πενήτων προστάτην, καὶ τῶν ἁμαρτανόντων ψυχαγωγόν• οὗτος γὰρ θύων τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ, 
Ἱεράρχης πιστός ἀναδέδεικται, αἰτούμενος πᾶσι θείαν ἔλλαμψιν.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.

Ἕτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός• Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός• Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.

Ακούστε το Απολυτίκιο του Αγίου Σπυρίδωνα του Θαυματουργού Επισκόπου Τριμυθούντος

_________________
Τὴν σπουδήν σου τῇ κλήσει κατάλληλον, ἐργασάμενη φερώνυμε, τὴν ὁμώνυμόν σου πίστιν, εἰς κατοικίαν κεκλήρωσαι, 
Παρασκευὴ Ἀθληφόρε· ὅθεν προχέεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

          Κορυφή  

Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2012


ΕΟΡΤΗ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 

ΕΟΡΤΑΖΕΙ Ο ΣΕΠΤΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗΣ ΜΑΣ
ΤΙΜΗ & ΔΟΞΑ 
ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ 
ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΝ ΜΑΣ  

ΑΓΙΟΣ_ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ_ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ_ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων


Συναξάριον.

Τῇ Ζ´ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς (Δεκεμβρίου) μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου, Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.

Στίχοι.

Τὸ φθαρτὸν Ἀμβρόσιος ἐκδὺς σαρκίον,
Θείας μετέσχεν ἀμβροσίας ἀξίως.
Ἑβδόμῃ Ἀμβρόσιος ποτὶ ἄμβροτον ἤλυθεν οὖδας.
Οὗτος γέγονεν ἐκ τῆς μεγαλοδόξου πόλεως Ῥώμης, εἷς ὢν τῆς Συγκλήτου, καὶ ἀεὶ τὴν ἀλήθειαν τηρῶν ἔν τε λόγοις καὶ ἔργοις· προσφυῶς γὰρ ζυγός τις ὤν, καὶ στάθμη περὶ τὸ δίκαιον, οὐχ ἑτεροκλινῆ ἐν τοῖς προσπίπτουσι ποιούμενος τὴν ἀπόφασιν, ἀλλ᾿ ἀπαρέγκλιτον καὶ ὀρθήν· διά τοι τοῦτο καὶ τὴν ἡγεμονίαν ἐπιστεύθη ἁπάσης τῆς Ἰταλίας παρὰ τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, Κωνσταντίνου καὶ Κώνσταντος, τῶν υἱῶν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οὔπω δὲ καταρτισθεὶς τῷ θείῳ Βαπτίσματι, ἀλλ᾿ ἔτι ὢν ἐν τοῖς Κατηχουμένοις, οὐδέν τι μεῖον εἰς ἀρετὴν καὶ βίου καθαρότητα τῶν μετειληφότων τῶν Μυστηρίων καθίστατο. Ὅθεν καὶ κρίσει τοῦ βασιλέως Οὐαλεντινιανοῦ, Ἀρχιερεὺς τῆς ἐν Μεδιολάνοις Ἐκκλησίας, κατ᾿ ἐκεῖνο καιροῦ τοῦ Προέδρου τὸν βίον ἀπολιπόντος, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος προχειρίζεται, ὁμοῦ τε τῷ Βαπτίσματι τελεσθεὶς καὶ κατὰ τὴν τάξιν τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς βαθμοὺς διελθὼν καὶ ἐπὶ τὸν ἔσχατον προελθών. Καλῶς δὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ ὀρθῶς διδάσκων καὶ τὴν Ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως ἀμέθεκτον διατηρήσας καὶ συνήγορος γεγονὼς τοῖς κατὰ Ἀρείου καὶ Σαβελλίου καὶ Εὐνομίου αἱρέσεων ἀγωνιζομένοις καὶ ὑπὲρ τῆς εὐσεβοῦς Πίστεως διάφορα βιβλία συντάξας καὶ τὸν βασιλέα Θεοδόσιον, ἀπὸ τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ μιαιφονίας καταλαβόντα τὴν Μεδιόλανον πόλιν, τῶν θείων εἰσόδων τῆς Ἐκκλησίας κωλύσας καὶ εἰς ὑπόμνησιν ἀγαγών, ὧν τετόλμηκε καὶ ὁπόση τις διαφορὰ καθέστηκεν, ἀναμεταξὺ ἱερωμένου τε καὶ λαϊκοῦ καὶ βασιλέως, αὐτὸν διδάξας καὶ παραινέσας μὴ προπετῶς οὕτω καὶ ἀναιδῶς τῶν θείων κατατολμᾶν, ἐν γήρᾳ καλῷ καταλύει τὸν βίον.

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐγεννήθη περὶ τὸ 340 μ.Χ. εἰς τὴν πόλιν Τρέβηρα τῆς Πρωσσίας. Ὁ πατήρ του ὠνομάζετο ἐπίσης Ἀμβρόσιος καὶ ἦτο χριστιανός. Ἀνῆκε δὲ εἰς εὐγενῆ οἰκογένειαν, πολλὰ μέλη τῆς ὁποίας κατέλαβον ὑψηλὰ ἐν τῇ πολιτείᾳ ἀξιώματα· ὁ ἴδιος δὲ ὑπῆρξε διοικητὴς τῆς Γαλλίας. Ἀποθανόντος τοῦ πατρὸς τοῦ ἁγίου, ὅτε ἀκόμη ἦτο οὗτος μικρὸν παιδίον, ἡ μήτηρ του ἐγκατεστάθη εἰς Ῥώμην, ἵνα ἐπιμεληθῇ τῆς μορφώσεώς του. Ὁ Ἀμβρόσιος ἀπὸ τῆς μικρᾶς του ἡλικίας ἀπέδειξεν διὰ τῶν πνευματικῶν του χαρισμάτων καὶ τῆς διαγωγῆς του, ὁποίαν ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἔμελλε νὰ καταλάβῃ θέσιν. Διεκρίνετο μεταξὺ τῶν συμμαθητῶν τοῦ ὄχι μόνον διὰ τὴν μεγάλην του ἐπιμέλειαν καὶ ἐπίδοσιν εἰς τὴν ἐκμάθησιν τῆς ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς φιλολογίας, τῆς φιλοσοφίας, τῶν νομικῶν καὶ τῶν ἄλλων ἐγκυκλίων μαθημάτων, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ σεμνὸν καὶ σοβαρόν του ἦθος.
Μετὰ λαμπρὰς ἐν Ρώμῃ σπουδὰς μετέβη εἰς Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸν Μιλάνον καὶ ἤσκησεν ἐκεῖ κατ᾿ ἀρχὰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ συνηγόρου, ἀγαπώμενος καὶ ἐκτιμώμενος ὑπὸ πάντων. Τοιαύτη δὲ ὑπῆρξεν ἡ εὐδοκίμησίς του ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ὥστε ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Δύσεως Οὐαλεντιανὸς διώρισεν αὐτὸν τῷ 373 διοικητὴν τῶν ἐπαρχιῶν Λιγυρίας καὶ Αἰμιλίας μὲ ἕδραν τὰ Μεδιόλανα. Ὁ Ἀμβρόσιος δὲν διέψευσε τὰς προσδοκίας τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε πραγματικὸς πατὴρ φιλόστοργος. Ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς κοινῆς ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης, ὡς ἀπεδείχθη ἐφεξῆς.
Ἀποθανόντος δηλ. τοῦ ἐπισκόπου Μεδιολάνων ἤριζον οἱ χριστιανοί, ὄντες διηρημένοι εἰς ὀρθοδόξους καὶ ἀρειανούς, διότι ἑκατέρα τῶν δύο μερίδων ἤθελεν ὁ μέλλων ἐπίσκοπος νὰ ἐκλεγῇ ἐκ τῆς τάξεώς της. Οἱ διὰ τὴν ἐκλογὴν συνελθόντες ἐπίσκοποι εὑρίσκοντο εἰς ἀμηχανίαν, ἠπειλοῦντο δὲ ταραχαὶ καὶ συγκρούσεις, πρὸς πρόληψιν τῶν ὁποίων ὁ Ἀμβρόσιος ὡς διοικητὴς ἦλθεν εἰς τὴν ἀγοράν. Εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν στιγμὴν ἓν παιδίον κατ᾿ ἔμπνευσιν θείαν ἐφώναξεν «ὁ Ἀμβρόσιος γενέσθω ἐπίσκοπος». Ἤρκεσαν αἱ λέξεις αὔται, ἵνα ἠλεκτρισθῇ ὁλόκληρον τὸ πλῆθος ὀρθοδόξων ἅμα καὶ ἀρειανῶν καὶ ἵνα τὰς ἐπαναλαμβάνῃ ὡς ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀμβρόσιος εὑρέθη εἰς στενόχωρον θέσιν· μετέβη εἰς τὴν ἀγορὰν νὰ τηρήσῃ τὴν τάξιν καὶ ἐξελέγετο ἐπίσκοπος τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσω οὔτε κἂν εἶχεν εἰσέτι βαπτισθῆ ἀνήκων εἰς τὰς τάξεις τῶν κατηχουμένων Ἀλλὰ «φωνὴ λαοῦ, φωνὴ Θεοῦ». Καὶ πρὸ τῆς προδήλου ταύτης φωνῆς τοῦ Θεοῦ, ἐκλεγόμενος διὰ τῆς κοινῆς βοῆς λαοῦ καὶ κλήρου, ἠναγκάσθη νὰ ὑποχωρήσῃ καὶ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον εἰς αὐτὸν ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης. Ἐβαπτίσθη συντόμως καὶ ἐχειροτονήθη ἐντὸς ὀκτὼ ἡμερῶν εἰς διάκονον καὶ πρεσβύτερον καὶ τῇ 7ῃ Δεκεμβρίου 364 εἰς ἐπίσκοπον.
Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος γενόμενος διένειμε τὴν μεγάλην του περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, κρατήσας μόνον τὰ ἀπαραιτήτως ἀναγκαῖα δι᾿ ἑαυτὸν καὶ τὰ βιβλία του. Ὡς ἐπίσκοπος διεκρίθη μεταξὺ ἄλλων ἰδιαίτατα διὰ τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντας ἀγάπην του. Πολλάκις ἐπώλει τὸν πολύτιμον διάκοσμον τῶν ναῶν, ἵνα ἐξαγοράζῃ χριστιανοὺς αἰχμαλώτους τῶν εἰδωλολατρῶν. Οἱ ἐχθροί του ἀρειανοὶ κατηγόρησάν ποτε αὐτὸν διὰ τοῦτο· ἀλλ᾿ ὁ ἐπίγνωσιν βαθεῖαν τῶν ὑποχρεώσεών του ἔχων Ἀμβρόσιος ἀπήντησεν, τί τὴν ψυχὴν τῶν χριστιανῶν αἰχμαλώτων, οἱ ὁποῖοι διέτρεχον τὸν κίνδυνον νὰ ἐκβιασθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν χριστιανισμόν, ἐθεώρει πολυτιμοτέραν τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργυροῦ διακόσμου τῶν ναῶν.
Ὁ Ἀμβρόσιος τὸ ἀξίωμα τὸ ἐπισκοπικὸν δὲν ἐξέλαβεν ὡς εὐκαιρίαν ἀναπαύσεως, ἀλλ᾿ ὡς «ἔργον», κατὰ τὸν Ἀπ. Παῦλον. Ἐργαζόμενος νυχθημερόν, ἵνα ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ ποιμαντορικά του καθήκοντα, ἐπεδόθη ἀμέσως ἀπὸ τῆς χειροτονίας του εἰς τὴν βαθεῖαν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρὸς τέλειον καταρτισμόν του εἰς τὸ θεῖον κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ἐθεράπευσε μετ᾿ ἰδιαιτέρας ἐπιμελείας μέχρι θανάτου, κηρύττων ἀνελλιπῶς καθ᾿ ἑκάστην Κυριακὴν καὶ πολλάκις τῆς ἑβδομάδος, ἐνίοτε δὲ καὶ δὶς τῆς ἡμέρας. Γνωρίζων δὲ καλῶς, τί τὸ κήρυγμα τῶν θείων ἀληθειῶν ἄνευ τῆς ὑπὸ τοῦ κηρύττοντος ἐφαρμογῆς αὐτῶν ἐν τῇ ἰδίᾳ ζωῇ οὐδὲν ἢ σχεδὸν οὐδὲν ὠφελεῖ, ἐὰν καὶ δὲν βλάπτῃ ἐνίοτε, ὁ Ἀμβρόσιος ὑπῆρξεν ἡ ζῶσα εἰκὼν τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ κηρυττομένων ἀληθειῶν. Καὶ τὰς ἀληθείας ταύτας ἐφήρμοζε πάντοτε οὐδέποτε ἀποβλέπων εἰς πρόσωπα, ὅσον δήποτε ὑψηλὰ καὶ ἂν εὑρίσκοντο. Οὐδεμίαν ἐδέχετο ὑποχώρησιν εἰς τὰς ἠθικάς του ἀρχάς, ἀπαράμιλλον δὲ ὑπῆρξε τὸ ἠθικόν του σθένος.
Οὕτως ὅτε ἡ χήρα αὐτοκράτειρα Ἰουλίνη, ἡ προσκείμενη εἰς τὸν ἀρειανισμόν, τὸν ὁποῖον μετὰ πολλῆς ἐπιτυχίας ἐπολέμησε καὶ περιώρισεν ἐν Μεδιολάνοις ὁ Ἀμβρόσιος, ἐζήτησε διὰ τοῦ υἱοῦ της, αὐτοκράτορος Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Β´, νὰ παραχωρήσῃ εἰς τοὺς ἀρειανοὺς ναὸν ἔξω της πόλεως εὑρισκόμενον, ὁ ἐπίσκοπος θεωρῶν τὴν τοιαύτην παραχώρησιν καταπρόδοσιν τῶν καθηκόντων του καὶ τῆς ὀρθοδοξίας, ἠρνήθη διαῤῥήδην εἰπῶν «τὰ τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ - Εἰς τὸν καίσαρα ἀνήκουν τὰ ἀνάκτορα καὶ εἰς τὸν Ἱερέα ὁ ναός». Ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε στρατιώτας, ἵνα συλλάβουν τὸν ἀπειθῆ καὶ ἀτίθασον ἐπίσκοπον καὶ ἵνα καταλάβουν διὰ τῆς βίας τὸν ναόν. Ὁ Ἀμβρόσιος ἔμεινεν ἀπτόητος· καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ στρατιώται περιεκύκλουν τὸν ναόν, αὐτὸς γαληνιαῖος ἐξηκολούθει τὸ κήρυγμά του, συστήσας εἰς τὸ ἐκκλησίασμα, τὸ ἕτοιμον νὰ προστατεύσῃ τὸν ἐπίσκοπόν του, νὰ μὴ προβάλῃ ἀντίστασιν πρὸς ἀποφυγὴν αἱματοχυσίας. Τοιαύτη ὅμως ἦτο ἡ γοητεία, τοιοῦτον τὸ ἠθικόν του κῦρος καὶ ἡ ἐπιβολή, ὥστε μέρος μὲν τῶν στρατιωτῶν, ὅτε ἀντίκρυσε τὸν ἐπίσκοπον, ἠρνήθη ἵνα συμμορφωθῇ πρὸς τὰς διαταγὰς τοῦ αὐτοκράτορος, οὗτος δὲ ὠριμώτερον καὶ ψυχραιμότερον σκεφθείς, προλαμβάνων δὲ καὶ τὴν ἀπειλουμένην στάσιν, ἀνεκάλεσε τὴν διαταγήν του, καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἐξῆλθε νικητὴς μὲ τὴν ἐνισχύουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλ᾿ ἡ βασιλομήτωρ δὲν ἡσύχασε· μετὰ ἓν ἔτος, τῷ 386, ἐξώθησε τὸν αὐτοκράτορα υἱόν της νὰ ἐπαναλάβῃ ἐντονώτερον τὴν ἀπαίτησίν του περὶ παραδόσεως τοῦ ναοῦ εἰς τοὺς ἀρειανούς. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀμβρόσιος ἔμεινε καὶ πάλιν ἀπτόητος καὶ ἀκλόνητος· «ὅταν ὁ ἀσεβὴς βασιλεὺς Ἀχαάβ, ἀπήντησεν, ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Ναβουθὰν νὰ παραδώση εἰς αὐτὸν τὸν ἐκ πατρικῆς κληρονομιᾶς ἀμπελῶνα, ὁ Ναβουθὰν ἠρνήθη - ἀρνοῦμαι, προσέθηκε, νὰ παραδώσω καὶ ἐγὼ τὴν κληρονομίαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν κληρονομίαν τῶν πατέρων μου». Ὁ αὐτοκράτωρ ὀργισθεὶς διέταξε τὴν σύλληψιν καὶ ἐξορίαν τοῦ Ἀμβροσίου· ἀλλ᾿ οὗτος φρουρούμενος ὑπὸ τῶν ἀφοσιωμένων εἰς αὐτὸν χριστιανῶν του ἔμεινε ἐπὶ ἡμέρας ἐντὸς τοῦ ναοῦ, μέχρις οὗ ὁ αὐτοκράτωρ κατιδὼν τοὺς κινδύνους, οὓς ἠπείλει ἡ ἐπιμονή του εἰς τὴν παράνομον ἀξίωσίν του, ἀνεκάλεσε ὁριστικῶς τὴν προηγουμένην διαταγήν του.
Ὅλως ὅμως ἰδιαιτέρως ἀνεδείχθη καὶ ἔλαμψε τὸ θάρρος καὶ τὸ ἠθικὸν κῦρος τοῦ Ἀμβροσίου εἰς τὰς σχέσεις του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Θεοδόσιον τὸν Μέγαν, τὸν ὁποῖον γεγονότα πολεμικὰ ἔφεραν εἰς Μεδιόλανα. Ὅτε δηλ. ἐπληροφορήθη ἐν Μεδιολάνοις ὁ Θεοδόσιος τῷ 388, τί οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τῆς ἐν Μεσοποταμίᾳ πόλεως Καλλίνικον, παρενοχλούμενοι συνεχῶς ὑπὸ τῶν ἀρειανῶν καὶ τῶν ἰουδαίων, ἀπολέσαντες τὴν ὑπομονήν των καὶ ἐν στιγμαῖς παραφορᾶς ἐξ ἀγανακτήσεως ἔκαυσαν τὸν ναὸν τῶν ἀρειανῶν καὶ τὴν συνανωγὴν τῶν Ἰουδαίων, θέλων νὰ τιμωρήσῃ μὲν τὴν αὐτοδικίαν, νὰ ἀποδείξη δέ, τί οἱ ὑπήκοοί του ἀσχέτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ἦσαν ἴσοι πρὸ αὐτοῦ, δικαιούμενοι τῆς αὐτοκρατορικῆς προστασίας, διέταξεν, ἵνα ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ἀνεγείρῃ ἐξ ἰδίων τὰς πυρποληθείσας οἰκοδομάς. Καὶ ἡ μὲν ἀπόφασις τοῦ αὐτοκράτορος ἦτο δικαία, ἀλλ᾿ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ἀποθρασυνθοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ ἐπαναλάβουν ζωηρότερον τὰς ὀχλήσεις των, νὰ ταπεινωθῇ δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία Καλλινίκου ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἐπισκόπου της. Ὁ Ἀμβρόσιος ἐξέθηκε τὰ ἀνωτέρω εἰς τὸν ὠργισμένον αὐτοκράτορα καὶ ἔπεισεν αὐτὸν νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν ταπεινωτικὴν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν διαταγήν του.
Ἀλλ᾿ ἐπέπρωτο νὰ ἔλθῃ εἰς σύγκρουσιν σφοδρὰν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῆς ἑξῆς αἰτίας, σύγκρουσιν, ἡ ὁποία ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ ἀναδειχθῇ τὸ ἠθικὸν μεγαλεῖον τοῦ τε ἐπισκόπου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος. Ἐν στάσει τινι δηλ. ἐν Θεσσαλονίκῃ τῷ 390 ὁ ὄχλος ἐφόνευσε τὸν στρατηγὸν καὶ ἀνωτέρους ἀξιωματικούς. Ὁ Θεοδόσιος πληροφορηθεὶς τὰ γενόμενα ἐξεμάνη καὶ διέταξε τὴν σκληρὰν τιμωρίαν τῆς πόλεως. Οὔτω παρασυρθεὶς ὁ λαὸς εἰς τὸ Ἱπποδρόμων κατεσφάγη, 7.000 δὲ πολιτῶν ἐπλήρωσαν μὲ τὸ αἷμα των τὸν φόνον τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν ἀξιωματικῶν Ὅταν ὁ Ἀμβρόσιος ἐπληροφορήθη τὰ τῆς ἀγρίας σφαγῆς τόσων πολιτῶν, ὧν τὸ πλεῖστον ἦσαν ἀθῷοι, κατεταράχθη, ἀποστέργων δὲ νὰ συναντήσῃ τὸν αὐτοκράτορα, τοῦ ὁποίου αἱ χεῖρες ἀπέσταζον ἀπὸ τὸ αἷμα, ἀπεμακρύνθη τῶν Μεδιολάνων καταφυγὼν εἰς ἐξοχὴν καὶ ἐκεῖθεν δι᾿ ἐπιστολῆς του ἤλεγξε τὸν αὐτοκράτορα. «Τὸ ἁμάρτημά σου δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ δάκρυα καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιαν, ἔγραφεν οὔτε αὖτοι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι δύνανται νὰ τὸ συγχωρήσουν μὲ ἄλλον τρόπον. Αὐτὸς ὁ Κύριος δὲν συγχωρεῖ παρὰ μόνον τοὺς μετανοοῦντας. Σὲ συμβουλεύω, σὲ προτρέπω, σὲ παραινῶ- δὲν τολμῶ νὰ τελέσω τὸ Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐὰν θελήσῃς νὰ παραστῇς κατ᾿ αὐτό». Ὁ Θεοδόσιος εὑρέθη εἰς δυσχερῆ θέσιν· ἡ γλῶσσα του ἐπισκόπου ἦτο πολὺ αὐστηρά· τῷ ἀπηγορεύετο ὁ ἐκκλησιασμός. Καὶ τὴν στέρησιν ταύτην ἠσθάνετο βαθέως, χωρὶς νὰ λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν, τί ἐθίγετο καὶ τὸ αὐτοκρατορικόν του ἀξίωμα. Ἐθεώρει ἑαυτὸν καὶ ἀδικούμενον ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἄγαν αὐστηρῶς κρινόμενον, ἀφ᾿ οὗ ἐνεργήσας ὡς ἐνήργησεν ἐν Θεσσαλονίκῃ εἶχεν ὑπ᾿ ὄψει τὸ συμφέρον τοῦ Κράτους καὶ τὴν ἐμπέδωσιν τῆς τάξεως. Καὶ μὲ τὰς σκέψεις αὐτάς, ἀπεφάσισε νὰ μὴ λάβῃ ὑπ᾿ ὄψιν τὰς συστάσεις τοῦ ἐπισκόπου καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ναόν. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀμβρόσιος, πλήρης ζήλου ἱεροῦ καὶ ἄτεγκτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του ἐξῆλθεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ καὶ ἀπηγόρευσε τὴν εἴσοδον εἰς τὸν αὐτοκράτορα· «δὲν ἐννοεῖς φαίνεται, ὦ βασιλεῦ, τῷ εἶπε, τὸ μέγεθος τῆς μιαιφονίας, τὴν ὁποίαν διέπραξας, οὔτε δὲ καὶ μετὰ τὴν πάροδον τοῦ θυμοῦ σου ἀνελογίσθης τὸ τολμηθέν, διότι ἴσως τὸ βασιλικόν σου ἀξίωμα σὲ ἐμποδίζει νὰ ἐννοήσῃς τὴν ἁμαρτίαν. Ἀνάγκη ὅμως νὰ λάβῃς ἐπίγνωσιν τῆς ἀνθρωπινῆς φύσεως, ἡ ὁποία εἶνε θνητὴ καὶ νὰ κατανόησες, τί ἀπὸ χῶμα προερχόμεθα καὶ εἰς χῶμα θὰ ἐπιστρέψωμεν καὶ νὰ μὴ ἀγνοῇς ἐξαπατώμενος ἀπὸ τὴν ἁλουργίδα τὴν βασιλικὴν τὴν ἀσθένειαν τοῦ ὑπ᾿ αὐτῆς καλυπτομένου σώματος. Ἄρχεις, ὦ βασιλεῦ, ἀνθρώπων τὴν αὐτὴν μὲ σὲ ἐχόντων φύσιν· ἄρχεις ὁμοδούλων διότι ἕνας εἶνε ὁ δεσπότης καὶ βασιλεὺς ἁπάντων, ὁ τῶν ἁπάντων δημιουργός. Μὲ ποίους λοιπὸν ὀφθαλμοὺς θὰ ἴδῃς τὸν ναὸν τοῦ κοινοῦ δεσπότου; Μὲ ποίους δὲ πόδας θὰ πάτησες τὸ ἅγιόν του δάπεδον; Πῶς δὲ θὰ ἐκτείνεις τὰς χεῖρας, ἀποσταζούσας ἀπὸ τὸ ἀδίκως χυθὲν αἷμα; Καὶ πῶς θὰ δεχθῇς ἐντὸς τοιούτων χειρῶν τὸ πανάγιον Σῶμα τοῦ Δεσπότου; Ἢ πῶς θὰ δεχθῇς τὸ τίμιον Αἷμα τοῦ Δεσπότου εἰς στόμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθεν ἡ παράνομος διαταγὴ νὰ χυθῇ τόσον αἷμα; Φύγε λοιπὸν καὶ μὴ ἐπιχειρῇς δευτέραν παρανομίαν νὰ προσθέσῃς εἰς τὴν πρώτην καὶ δέξου τὸ ἐπιτίμιον, τὸ ὁποῖον μετ᾿ ἐμοῦ σοὶ ἐπιβάλλει ἄνωθεν ὁ Θεός, ὁ τῶν λῶν δεσπότης τὸ ἐπιτίμιον τοῦτο θὰ σὲ θεραπεύσῃ καὶ θὰ σοὶ ἀποδώσῃ τὴν ὑγείαν της ψυχῆς».
Ὑπῆρξε δραματικὴ ἡ σκηνή· αὐτοκράτωρ πανίσχυρος ἠλέγχετο δημοσία παρὰ τοῦ ἐπισκόπου ἐπὶ μιαιφονίᾳ, τῷ ἀπεκλείετο ἡ εἰς τὸν ναὸν εἴσοδος καὶ τῷ ἐπεβάλλετο νὰ συγκαταριθμηθῇ εἰς τὴν τάξιν τῶν μετανοούντων, ἵνα τύχη συγγνώμης. Θεοδόσιος ὁ Μέγας ἐδείχθη τῷ ὄντι μέγας κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην δὲν ὠργίσθη κατὰ τοῦ τολμηροῦ ἐπισκόπου· ἐν συντριβῇ καρδίας ὑπέμνησεν ἁπλῶς, τι καὶ ὁ Δαυῒδ ἥμαρτε ποτὲ διπλοῦν ἁμάρτημα. Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπωφελήθη ἀπὸ τοὺς λόγους τούτους καὶ τῷ εἶπε· «Καθὼς λοιπὸν ἐμιμήθης τὸν Δαυῒδ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, οὕτω πρέπει νὰ τὸν μιμηθῇς καὶ εἰς τὴν μετάνοιαν». Καὶ ὁ αὐτοκράτωρ τὸν ἐμιμήθη· ὑπετάγη εἰς τὸ παράγγελμα τοῦ ἐπισκόπου· ἀνεχώρησε· καὶ μετὰ ὀκτὼ μῆνας μετανοίας καὶ δακρύων ἐγένετο δεκτὸς εἰς τὴν θείαν κοινωνίαν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων, ἀφ᾿ οὗ ἐξωμολογήθη δημοσίᾳ ἐν τῷ ναῷ τὸ ἁμάρτημά του καὶ ἐζήτησε πρηνὴς συγγνώμην παρὰ τοῦ ἐπισκόπου.
Ὁ ζηλωτὴς ἐπίσκοπος ἀπηγόρευσεν ἐπίσης εἰς τοὺς βασιλεῖς νὰ μένωσιν ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὡς συνήθιζον ἄχρι τότε, διότι «ἡ βασιλικὴ ἁλουργὶς κάμνει βασιλεῖς καὶ ὄχι ἱερεῖς» καὶ ὤρισε τόπον παραμονῆς των τὸν χῶρον ἔξω ἀμέσως πρὸ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Ἔχων ὑπ᾿ ὄψιν ὁ Ἀμβρόσιος τί πολλαὶ πλάναι συμβαίνουσι κατὰ τὰς δίκας καὶ τί πολλοὶ ἀδίκως καταδικάζονται καὶ δὴ καὶ εἰς θάνατον, ἔπεισε τὸν αὐτοκράτορα Γρατιανὸν νὰ ἐκδώση διάταγμα νὰ μὴ ἐκτελῶνται αἱ θανατικαὶ ποιναὶ πρὶν ἢ παρέλθῃ μὴν ἀπὸ τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως, ὥστε νὰ μεσολαβῇ χρόνος ἱκανὸς διὰ τὴν ἐπανόρθωσιν γενομένης τυχὸν ἀδικίας.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος κοσμούμενος μὲ ἀμφιλαφῆ θύραθεν καὶ ἐκκλησιαστικὴν μόρφωσιν, διακρινόμενος δὲ ἐπὶ αὐστηρὰ ὀρθοδοξίᾳ μετεῖχε τῆς γενικωτέρας ἐκκλησιαστικῆς κινήσεως τῆς ἐποχῆς τοῦ δίδων τὴν προσήκουσαν κατεύθυνσιν εἰς αὐτήν, μετέσχε δὲ τῷ 381 τῆς ἐν Ἀκυληΐᾳ Συνόδου καθ᾿ ἣν καθηρέθησαν οἱ ἀρειανοὶ ἐπίσκοποι Παλλάδιος καὶ Σεκουδιανός. Τῷ 382 προήδρευσε τῆς ἐν Μεδιολάνοις Συνόδου τῶν ἐπισκόπων της Ἰταλίας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου, ἔλαβε δὲ μέρος καὶ εἰς τὴν ἐν Ρώμῃ Σύνοδον τὴν συγκληθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πάπα Δαμάσου. Τῷ 391 μετέσχε τῆς ἐν Καπύῃ Συνόδου.
Αἱ ποιμαντορικαι καὶ λοιπαι ἀπασχολήσεις τοῦ Ἀμβροσίου δὲν ἠμπόδιζον αὐτὸν νὰ ἀσχολῆται καὶ εἰς μελέτας ἐπιστημονικὰς καὶ νὰ ἀνάπτυξη ἀξιόλογον συγγραφικὴν δρᾶσιν. Συγγράμματα αὐτοῦ εἶνε: 1) Ὁμιλίαι εἰς τὴν ἑξαήμερον· 2) Περὶ παραδείσου· 3) Περὶ Ἄβελ καὶ Κάιν· 4) Περὶ Νῶε καὶ τῆς κιβωτοῦ· 5) Περὶ τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ· 6) Περὶ τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ θανάτου· 7) Περὶ Ἰακὼβ καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς· 8) Περὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωσήφ· 9) Περὶ Ἠλιοὺ καὶ νηστείας· 10) Περὶ Ναβουθαὶ καὶ τῶν πτωχῶν· 11) Περὶ Τωβὶτ ἢ κατὰ τοκιζόντων· 12) Δύο ἀπολογίαι τοῦ προφήτου Δαυΐδ· 13) Ἐξηγήσεις εἰς τινὰς ψαλμούς· 14) Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον· 15) Ὑπόμνημα εἰς τὸ ᾌσμα τῶν Ἀσμάτων· 16) Περὶ καθηκόντων τῶν λειτουργῶν· 17) Περὶ τῶν χηρῶν· 18) Περὶ παρθενίας· 19) Πρὸς παρθένον ἐκπεσοῦσαν· 20) Περὶ τῶν μυστηρίων· 21) Περὶ μετανοίας· 22) Περὶ πίστεως· 23) Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· 24) Περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου· 25) Λόγος περὶ τοῦ θανάτου τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου.
Σῴζονται δὲ καὶ ἐννενήκοντα μία ἐπιστολαί του. Ἀπολεσθέντα ἔργα του εἶνε· ¨Ερμηνεῖαι εἰς τὸν Ἡσαΐαν καὶ ἄλλους προφήτας, εἰς τὰς Παροιμίας καὶ τὴν Σοφίαν Σολομῶντος.
Ὁ Ἀμβρόσιος διεκρίθη καὶ ὡς ρήτωρ ἐκκλησιαστικὸς καὶ ὡς ὑμνογράφος, πολλοὶ δὲ τῶν ὕμνων αὐτοῦ εἶνε ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος συνέταξε καὶ τὸν τὸ πρῶτον κατὰ τὴν βάπτισιν τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου ψαλέντα ὕμνον «Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν Κύριε καὶ δεόμεθά σου ὁ Θεὸς ἡμῶν», τὸ ὀλιγόλογον τοῦτο μεγαλούργημα «τὸ χωρὶς φιλολογικὰ στολίδια καὶ πτωχὸν εἰς λέξεις μεγαλοπρεπεῖς, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἀφελείᾳ του ὡς ἄλλη ἑπτάχρους ἴρις ἅπαντα περιλαμβάνον τὰ εἴδη τῶν προσευχῶν, -αἶνον, εὐλογίαν, εὐχαριστίαν, δέησιν- καὶ ἁπάσας ἐξεικονίζον τὰς στάσεις τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Ποιητοῦ αὐτῆς».
Ἀλλ᾿ οἱ κόποι, εἰς οὓς ὑπεβάλλετο, ἵνα ἐπαρκέσῃ εἰς τὴν τόσον πολυσχιδῆ του ἐργασίαν καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ἣν διῆγε, κατέβαλον ταχέως τὸν Ἀμβρόσιον καὶ τὴ 4ην Ἀπριλίου τοῦ 397, ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, μετὰ ἀρχιερατείαν 23 πολυπόνων ἐτῶν καὶ εἰς ἡλικίαν 57 ἐτῶν παρέδωκε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν Κυριακὴν τῆς Ἀναστάσεως ἐτάφη. Ὁ θάνατός του κατελύπησε τοὺς πάντας, ὀρθοδόξους, αἱρετικούς, ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρας, διότι ὑπῆρξεν εὐεργετικὸς πρὸς πάντας. Εἰς τὴν κηδείαν του προσέτρεξαν οἱ πάντες, φόρον τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης ἀποτίοντες πρὸς τὸν ἐπίσκοπον, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη κοινὸς πάντων πατήρ. Ἡ Ἐκκλησία ἐθρήνησε τὴν ἀπώλειαν τοῦ καλοῦ ποιμένος, τοῦ σοφοῦ διδασκάλου, τοῦ σθεναροῦ προασπιστοῦ τῆς ὀρθοδοξίας, τοῦ θαρραλέου προστάτου τῶν πτωχῶν καὶ ἀδικούμενων, τοῦ ἐπισκόπου, ὅστις ἐν τῷ προσώπῳ του παρέσχε ζῶσαν εἰκόνα ἐπισκόπου, ὡς διαγράφει αὐτὴν ὁ Ἀπ. Παῦλος, γράφων πρὸς Τιμόθεον. Ἡ Ἐκκλησία κατέταξεν αὐτὸν μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ ὤρισεν ἡμέραν τῆς μνήμης αὐτοῦ τὴν 7ην Δεκεμβρίου, ἡμέραν τῆς εἰς ἐπίσκοπον προχειρίσεώς του.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ

Προσευχὴ τοῦ ἀπολωλότος προβάτου
(Ἀπόδοση ἀπὸ τὰ λατινικὰ στὴν νέα ἑλληνική)

Ἔλα Κύριε Ἰησοῦ. Ζήτησε τὸν δοῦλο σου, τὸ πρόβατο τὸ ἀπολωλός, ἔλα Βοσκέ. Ἄφησε τὰ ἄλλα ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα καὶ ζήτησε τὸ ἕνα, τὸ χαμένο. Ἔλα σ᾿ ἐμένα, ποὺ μὲ παραμονεύουν λύκοι. Ἔλα σ᾿ ἐμένα, τὸν διωγμένο ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἔλα νὰ βρεῖς ἐμένα, ποὺ Σὲ ἀναζητῶ. Ζήτησέ με, δέξου με, πᾶρε με κοντά Σου. Μπορεῖς νὰ βρεῖς αὐτὸν ποὺ ἀναζητᾷς. Δέξου νὰ περιμαζέψεις αὐτὸν ποὺ βρίσκεις. Βάλε πάνω στὸν ὦμο Σου αὐτὸν ποὺ περιμάζεψες. Ἕνα φορτίο εὐσπλαχνίας δὲν εἶναι γιὰ Σένα βάρος. Ἔλα λοιπὸν Κύριε. Ἔλα Κύριε ν᾿ ἀναζητήσεις τὸ πρόβατό Σου. Ἔλα Ἐσύ, ὁ ἴδιος. Φέρε με στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι σωτηρία γιὰ τοὺς πλανεμένους, ἀνάπαυση γιὰ τοὺς κουρασμένους, ζωὴ γιὰ τοὺς νεκρούς. Ἔλα καὶ θὰ ἔρθει ἡ σωτηρία στὴ γῆ καὶ ἡ χαρὰ στὸν οὐρανό.
(Ἐκ τοῦ ἱστολογίου mkka.blogspot.com)

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

ΑΙΩΝΙΑ ΤΗΣ Η ΜΝΗΜΗ







Η ΑΓΑΠΗΜΕΝΗ <<ΜΗΤΕΡΑ, ΓΙΑΓΙΑ, ΘΕΙΑ , ΑΔΕΛΦΗ, ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΗΣΙΝ>>  

ΟΛΩΝ ΟΣΩΝ ΤΗΝ ΓΝΩΡΙΣΑΝ     









ΑΙΩΝΙΑ ΤΗΣ Η ΜΝΗΜΗ 

Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012


Νικολάου Μύρων (06/12)



Tω αυτώ μηνί ϛ΄, μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Nικολάου Aρχιεπισκόπου Mύρων της Λυκίας του Θαυματουργού.
 
O Nικόλαος πρέσβυς ων εν γη μέγας,
Kαι γης αποστάς εις το πρεσβεύειν ζέει.
Έκτη Nικόλεώ γε φάνη βιότοιο τελευτή.


Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Mαξιμιανού των τυράννων, εν έτει τ΄ [300]. Kαι πρότερον μεν, έλαμψεν εν τη μοναδική πολιτεία. Ύστερον δε, διά την υπερβάλλουσαν αρετήν του έγινε και Aρχιερεύς. Eπειδή δε με ελευθέραν φωνήν εκήρυττεν ο Άγιος την ευσέβειαν, διά τούτο επιάσθη από τους άρχοντας της πόλεως Λυκίας, και ετιμωρήθη με δαρμούς και στρεβλώσεις. Έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν ομού με άλλους Xριστιανούς. Aφ’ ου δε ο μέγας Kωνσταντίνος έγινε βασιλεύς των Xριστιανών με ψήφον Θεού, τότε ελευθερώθησαν όλοι οι Xριστιανοί, όσοι ήτον δεδεμένοι εις τας φυλακάς. Mαζί δε με αυτούς ελευθερώθη και ο μέγας ούτος Nικόλαος. Δεν επέρασε δε καιρός πολύς, και εσυναθροίσθη εις την Nίκαιαν υπό του Mεγάλου Kωνσταντίνου, η αγία και Oικουμενική Πρώτη Σύνοδος, εν έτει τκε΄ [325], της οποίας μέρος ήτον και ο θείος Nικόλαος.

Δείτε τη συνέχεια εδώ:

Ο Άγιος Νικόλαος στην τέχνη


Πρωτάτο, Καρυές Αγίου Όρους. Έργο του Μανουήλ Πανσέληνου (1290).

Εφέστιος ψηφιδωτή εικόνα της αγιορείτικης Μονής Σταυρονικήτα, που ανασύρθηκε από ψαράδες από τη θάλασσα με ένα στρείδι κολλημένο στο μέτωπο του Αγίου.

Φορητή εικόνα του 15ου αιώνα, Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.

Έργο Καπεσοβιτών αγιογράφων

Αλεξ. Γεννάδιος/Ζωγρά

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012


γιος νδρέας πόστολος Πρωτόκλητος



Μορφὴ βιβλική. Φυσιογνωμία προνομιοῦχος καὶ διαλεχτή. Πρῶτος ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀποστόλους γνώρισε τὸν Ἰησοῦ, ἀλλὰ καὶ πρῶτος κλήθηκε νὰ τὸν ἀκολουθήσει, γι’ αὐτὸ καὶ Πρωτόκλητος. Τὸ ὄνομά του τὸ ἱερὸ κατέχει ἰδιαίτερη θέση στὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων.
Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἀνδρέας ὁ Πρωτόκλητος μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Ἔθνους μας.

Ὁ Ἀνδρέας καταγόταν ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδᾶ τῆς Γαλιλαῖας καὶ ἦταν γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ καὶ ἀδελφὸς τοῦ πρωτοκορυφαίου Ἀποστόλου Πέτρου. Τὸ ἐπάγγελμά του ἦταν ψαράς.
Ἦταν ὅμως ἀπὸ τὶς εὐγενικὲς ἐκεῖνες ψυχές, ποὺ μελετοῦσαν τοὺς προφῆτες καὶ περίμεναν μὲ λαχτάρα τὴν ἐκπλήρωση τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου.
  
Ἀνδρέας μαζὶ μὲ τὸν Ἰωάννη τὸν Ἐὐαγγελιστὴ, ὑπῆρξαν στὴν ἀρχὴ μαθητὲς τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Κάποια μέρα μάλιστα, ποὺ βρισκόντουσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη καὶ ὁ Πρόδρομος τοὺς ἔδειξε τὸν Ἰησοῦ καὶ τοὺς εἶπε «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», οἱ δυὸ ἁπλοϊκοὶ ἐκεῖνοι ψαράδες συγκινήθηκαν τόσο πολύ, ποὺ χωρὶς κανένα δισταγμὸ καὶ ἐπιφύλαξη ἀφήκαν ἀμέσως τὸν δάσκαλό τους καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ. Τὸν ἀκολούθησαν μὲ προθυμία καὶ ζῆλο κι ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. Τί εἶδαν καὶ τί ἄκουσαν ὅλες ἐκεῖνες τὶς ἀξέχαστες ὧρες; Χωρὶς ἄλλο, λόγια ἅγια καὶ θεία. Ρήματα ζωῆς αἰωνίου. Λόγια, ποὺ τοὺς συνεπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τοὺς ἔκαμαν νὰ πιστέψουν πὼς στ’ ἀλήθεια ὁ Ἰησοῦς ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ περίμεναν.
Ὁ Μεσσίας. Ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων.

Τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὴν ἱκανοποίησή τους ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία καὶ ἐπαφή τους μὲ τὸν Κύριο τὴν βλέπουμε ἀπὸ τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἀνδρέα. Μόλις χωρίστηκαν ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ, ἔτρεξε νὰ συναντήσει τὸν μεγαλύτερο ἀδελφό του Πέτρο καὶ νὰ τοῦ πεῖ μὲ χαρά: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν (ὁ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον Χριστός) καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν». Πόση καλοσύνη. Πόση εὐγένεια ψυχῆς! Πόση ἀγάπη! Δὲν κράτησε μόνος τὴν χαρά του. Ἔσπευσε νὰ τὴν μοιραστεῖ μὲ τὸν ἀδελφό του. Καὶ εἶχε δίκαιο! Κεῖνος ποὺ γεύτηκε τὸ μέλι τοῦ Εὐαγγελίου δὲν μπορεῖ νὰ τὸ τρώει μόνος του. Ἡ πραγματικὴ χάρη, ὅταν φωτίσει τὴν ψυχή, βάνει τέρμα στὸ πνευματικὸ μονοπώλιο, λέει καὶ ἕνας μεγάλος ἱεραπόστολος τοῦ περασμένου αἰώνα.

Ἡ περίπτωση αὐτὴ εἶναι ἕνα ἔξοχο παράδειγμα ἀδελφικῆς ἀλληλεγγύης καὶ πνευματικότητας. Τὰ ἀδέλφια μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ συγγενεῖς μας, οἱ οἰκεῖοι μας πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς πρόσωπα προσφιλή. Πρόσωπα, μὲ τὰ ὁποῖα νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ μοιραστοῦμε κάθε στιγμὴ καὶ τὴν χαρὰ καὶ τὴν λύπη μας. Σ’ αὐτοὺς θὰ ποῦμε τὸν καλὸ τὸν λόγο. Θὰ δώσουμε τὸ χριστιανικὸ ἔντυπο. Θὰ τοὺς καλέσουμε σὲ μία χριστιανικὴ συγκέντρωση. Θὰ τοὺς ποῦμε σὲ μίαν ἐπίσκεψη: «Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν». Ἀδελφοί μας! Ἐλᾶτε στὸν Χριστό. Αὐτὸς εἶναι ἡ χαρά. Αὐτὸς ἡ ζωὴ καὶ τὸ φῶς. Αὐτὸς ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου. Μὴ σᾶς σκανδαλίζουν μερικὰ ἔκτροπα, ποὺ βλέπετε γύρω σας. Μὴ σᾶς σκανδαλίζει ἡ ζωὴ μερικῶν, ποὺ αὐτοκαλοῦνται χριστιανοὶ καὶ θέλουν τάχατες νὰ δείχνουν καὶ τὸν δρόμο στοὺς ἄλλους. Ἐσεῖς κοιτᾶτε μόνο τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ μόνο αὐτὸς στὸν κόσμο τοῦτο δίνει τὴ χαρὰ καὶ τὴν εἰρήνη. Τὸ μαρτυρεῖ ἡ ζωὴ ὅλων τῶν ἁπλῶν, τῶν ἀληθινῶν χριστιανῶν. Τὸ βεβαιώνει ἡ ζωὴ καὶ τὸ παράδειγμα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου μας.
  
Ὕστερα ἀπὸ τὸ ἐπεισόδιο, ποὺ ἀναφέραμε, τόσο Ἀνδρέας, ὅσο καὶ Πέτρος καὶ Ἰωάννης ξαναγύρισαν στὰ πλοῖα τους καὶ ἔπιασαν πάλι τὴν δουλειά τους. Δὲν εἶχε ἔρθει ἀκόμη ἡ εὐλογημένη ὤρα νὰ ἀρχίσει ὁ Κύριος τὸ ἔργο του. Αὐτὸ ἔγινε λίγες μέρες ἀργότερα. Ἐκεῖ στὴν λίμνη τῆς Γεννησαρὲτ οἱ δυὸ ἀδελφοὶ καταγίνονταν νὰ ρίψουν τὰ δίχτυα τους στὴν θάλασσα, ὅταν τοὺς ξαναβρῆκε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς κάλεσε νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. «Δεῦτε ὀπίσω μου», τοὺς εἶπε, «καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ αὐτοὶ «εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῶ». «Εὐθέως», χωρὶς καμιὰ χρονοτριβή, χωρὶς καμιὰ ἀναβολὴ τὸν ἀκολούθησαν. Στὴν περίσταση αὐτὴ ἔμοιασαν μὲ τὸν σοφὸ καὶ συνετὸ ἐκεῖνο ἔμπορο τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς, ποὺ ζητοῦσε νὰ βρεῖ καὶ ν’ ἀγοράσει μαργαριτάρια. Καὶ ὅταν βρῆκε κάποτε ἕνα σπουδαῖο καὶ «πολύτιμον μαργαρίτην», ἔσπευσε νὰ πωλήσει ὅλα ὅσα εἶχε καὶ νὰ τὸν ἀγοράσει. Αὐτὸ ἔκαμαν καὶ οἱ δύο ἀδελφοί.

Ὁ Ἀνδρέας ἀκολούθησε τὸν Κύριο πιστὰ καὶ πρόθυμα μέχρι τέλους. Κατὰ τὸ διάστημα αὐτὸ τῆς μαθητείας του δύο ἀπὸ τὰ πολλὰ ἐπεισόδια καταδεικνύουν τὴν ἰδιαίτερη θέση, ποὺ εἶχε ἀνάμεσα στοὺς ἄλλους μαθητὲς καὶ κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. Τὸ πρῶτο συνέβηκε στὴν ἔρημο. Τὰ πλήθη, ποὺ εἶχαν πληροφορηθεῖ πὼς ὁ Κύριος βρισκόταν ἐκεῖ, μαζεύτηκαν ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη γύρω, γιὰ νὰ ζητήσουν τὶς εὐεργεσίες του καὶ ν’ ἀκούσουν τὴ διδασκαλία του. Κόντευε νὰ δύσει ὁ ἥλιος καὶ κανένας δὲν ἔλεγε νὰ φύγει. Κάποια στιγμὴ ὁ Ἰησοῦς φώναξε κοντά του τὸν Φίλιππο καὶ τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ καὶ μὲ τί χρήματα θὰ ἀγοράσουμε ψωμιά, γιὰ νὰ φάγουν ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι;» Ὁ Κύριος φυσικὰ γνώριζε τί θὰ ἔκαμνε. Τὸ εἶπε ὅμως αὐτό, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Καὶ αὐτὸς ἀπὸ μέρους καὶ τῶν ἄλλων μαθητῶν γεμάτος ἀμηχανία ἀπήντησε: «Διακοσίων δηναρίων ἄρτοι οὐκ ἀρκούσιν αὐτοὶς ἵνα ἕκαστος αὐτῶν βραχὺ τί λαβή». Διακοσίων δηναρίων ψωμιὰ δὲν φτάνουν, ὄχι γιὰ νὰ χορτάσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ πάρει ὁ καθένας μιὰ μπουκιά. Τὴν στιγμὴ ἐκείνη πετάχτηκε ὁ Ἀνδρέας κι εἶπε. «Κύριε, εἶναι ἐδῶ ἕνα παιδάκι, ποὺ ἔχει πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια» (Ἰωάν. στ’ 9). Φυσικὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ καὶ δυὸ ψαράκια δὲν εἶναι τίποτα γιὰ τόσο κόσμο. Μὰ ἐσύ Κύριε, μπορεῖς νὰ τὰ εὐλογήσεις καὶ τότε, ὦ, ναί! Τότε μποροῦν νὰ φᾶνε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ νὰ περισσέψουν. Πρόσωπο μὲ παρρησία καὶ μὲ μία λανθάνουσα πίστη στὸν Χριστό μας παρουσιάζει τὸ ἐπεισόδιο αὐτὸ τὸν Ἀνδρέα.
   
Πρόσωπο μὲ πλατιὰ καὶ μεγάλη καρδιὰ μᾶς τὸν παρουσιάζει τὸ δεύτερο ἐπεισόδιο. Συγχρόνως ὅμως καὶ ἄνθρωπο μὲ τόλμη, ποὺ δὲν διστάζει νὰ πάρει μία μεγάλη ἀπόφαση καὶ ν' ἀναλάβει συνάμα καὶ τὶς εὐθύνες του. Ἀφορμὴ γι’ αὐτὸ τὸ ἐπεισόδιο ἔδωκαν μερικοὶ συμπατριῶτες μας Ἕλληνες. Ἦταν οἱ μέρες τοῦ Πάσχα, τοῦ τελευταίου Πάσχα τοῦ Κυρίου μας. Μέσα στὰ πλήθη, ποὺ μαζεύτηκαν στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ τὰ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, ἦταν καὶ αὐτοί. Ἀσφαλῶς ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν προσηλυτισθεῖ στὸν ἰουδαϊσμό. Ἡ πνευματικὴ θρησκεία τοῦ Ἰσραὴλ τοὺς εἶχε τραβήξει μέσα στὴν καρδιά τους βαθὺ τὸν πόθο νὰ τὸν γνωρίσουν. Πλησίασαν λοιπὸν τὸν Φίλιππο – ἴσως τὸ ἑλληνικό του ὄνομα τοὺς ἔδωκε τὸ θάρρος – καὶ τοῦ ζήτησαν νὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν Χριστό. Ὁ Φίλιππος ὅμως ἔσπευσε νὰ ζητήσει τὴ γνώμη τοῦ Ἀνδρέα. Γιατί τοῦ Ἀνδρέα; Γιατί ἦταν συμπατριώτης του καὶ ἤξερε τὴν παρρησία του. Ἀλλὰ καὶ γιατί ὁ Ἀνδρέας ἦταν γνωστὸς σὰν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν μεγάλη καρδιὰ καὶ τὸ θέμα θὰ τὸ ἀντίκριζε ὄχι μὲ τὴ στενὴ ἰουδαϊκὴ ἀντίληψη, πὼς ὁ Χριστὸς ἦλθε καὶ ἀνῆκε μόνο στοὺς Ἰουδαίους, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Καὶ πραγματικὰ ἡ στάση του δικαίωσε τὴν φήμη του.

Ὁ Ἀνδρέας, σὰν ἔμαθε ἀπὸ τὸν Φίλιππο τὸ περιστατικό, χωρὶς νὰ χάσει καιρό, πῆρε τοὺς Ἕλληνες καὶ μαζὶ μ’ αὐτὸν τοὺς ἔφερε στὸν Χριστὸ (Ἰωάν. ιβ’ 20 – 22). Τί φανερώνει καὶ τὸ ἐπεισόδιο αὐτό; Τὴν μεγάλη, τὴν πλατιά του καρδιά, μὰ καὶ τὴν οἰκειότητά του πρὸς τὸν Χριστό. Εὐτυχεῖς ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ μιμοῦνται τὸν Πρωτόκλητο καὶ βοηθοῦν καὶ ἄλλες ψυχὲς νὰ πλησιάσουν καὶ νὰ γνωρίσουν τὸν Κύριο.

Ἡ ζωὴ τοῦ Πρωτοκλήτου κατὰ τὰ τρία χρόνια τῆς μαθητείας εἶναι ἡ ἴδια μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἄλλων μαθητῶν. Ἀχόρταγα καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους ἀποστόλους ρουφοῦσε ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ θείου Διδασκάλου τὰ «ρήματα τῆς αἰωνίου ζωῆς». Μαζί του περιέτρεχε τὴν Ἅγια Γῆ καὶ ἔβλεπε τὶς εὐεργεσίες καὶ τὰ θαύματά του. Βαθιὰ ἦταν ἡ συγκίνησή του γιὰ τὴν ὑποδοχή, ποὺ ὁ περιούσιος λαὸς ἐπεφύλαξε στὸν Κύριό μας «πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ Πάσχα». Πιὸ βαθιὰ ἡ θλίψη του γιὰ τὴ σύλληψη τοῦ Διδασκάλου του καὶ γιὰ ὅσα ἀκολούθησαν αὐτή. Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Κυρίου ὅμως κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεώς Του καὶ ἐνῶ πιὰ εἶχε βραδιάσει καὶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν κλειστὲς «διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων» ξανάφερε στὴν ψυχή του τὴν χαρὰ καὶ τὴν ἐλπίδα. Ὁ Ἀνδρέας παρευρέθηκε στὴν Ἀνάληψη καὶ ἔλαβε μέρος στὴν ἐκλογὴ τοῦ Ματθία.

 Μετὰ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, Ἀπόστολός μας, ὅπως ψάλλει καὶ ἱερὸς ὑμνογράφος, ἀφοῦ «διεπέτασε τὸ ἱστίον τοῦ Πνεύματος, ὡς κύμα γαληνὸν πραέτω πνεύματι κινούμενον, πάσαν ἐπλούτισε τὴν γῆν τοῦ ἐνθέου κηρύγματος». Ὁ Ἀνδρέας ὑπῆρξε ὁ κατ’ ἐξοχὴν Ἀπόστολος τῶν Ἑλλήνων. Ἡ Σκυθία, δηλαδὴ ἡ σημερινὴ νότιος Ρωσία, ἡ Ἑλληνικὴ Βιθυνία, ὁ Πόντος, ἡ Θράκη, ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος κι ἡ Ἀχαΐα ποτίστηκαν πλούσια μὲ τὸν τίμιο ἱδρώτα τοῦ Πρωτοκλήτου. Ἀλλὰ καὶ ἡ Ἐκκλησία τοῦ Βυζαντίου, ποὺ ἀπετέλεσε καὶ ἀποτελεῖ τὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀπὸ τὸν Ἀπόστολό μας ἱδρύθηκε. Ἐδῶ ὁ Ἀνδρέας ἐγκατέστησε πρῶτο ἐπίσκοπο τὸν Ἀπόστολο Στάχυ κιαὶαὐτοῦ διάδοχος εἶναι ὁ Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης. Σὲ μία του περιοδεία, ἀναφέρεται ἀπὸ τὴν παράδοση, πὼς ὁ Ἅγιος μας ἦλθε καὶ στὸ νησί μας. Τὸ καράβι, ποὺ τὸν μετέφερε στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὴν Ἰόππη, λίγο πρὶν προσπεράσουν τὸ γνωστὸ ἀκρωτήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα καὶ τὰ νησιά, ποὺ εἶναι γνωστὰ μὲ τὸ ὄνομα Κλεῖδες, ἀναγκάστηκε νὰ σταματήσει ἐκεῖ σ’ ἕνα μικρὸ λιμανάκι, γιατί κόπασε ὁ ἄνεμος. Τὶς μέρες αὐτὲς τῆς νηνεμίας τοὺς ἔλειψε καὶ τὸ νερό. Ἕνα πρωί, ποὺ ὁ πλοίαρχος βγῆκε στὸ νησὶ καὶ ἔψαχνε νὰ βρεῖ νερό, πῆρε μαζί του καὶ τὸν Ἀπόστολο. Δυστυχῶς πουθενὰ νερό. Κάποια στιγμή, ποὺ ἔφτασαν στὴ μέση τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινούργιας, ποὺ εἶναι κτισμένη λίγο ψηλότερα, ὁ Ἅγιος γονάτισε μπροστὰ σ’ ἕνα κατάξερο βράχο καὶ προσευχήθηκε νὰ στείλει ὁ Θεὸς νερό. Ποθοῦσε τὸ θαῦμα, γιὰ νὰ πιστέψουν ὅσοι ἦταν ἐκεῖ στὸν Χριστό. Ὕστερα σηκώθηκε, σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ τὸν βράχο καὶ τὸ θαῦμα ἔγινε. Ἀπὸ τὴν ρίζα τοῦ βράχου βγῆκε ἀμέσως μπόλικο νερό, ποὺ τρέχει μέχρι σήμερα μέσα σ’ ἕνα λάκκο τῆς παλαιᾶς ἐκκλησίας καὶ ἀπ’ ἐκεῖ προχωρεῖ καὶ βγαίνει ἀπὸ μία βρύση κοντὰ στὴ θάλασσα. Εἶναι τὸ γνωστὸ ἁγίασμα. Τὸ εὐλογημένο νερό, ποὺ τόσους ξεδίψασε, μὰ καὶ τόσους ἄλλους, μυριάδες ὁλόκληρες, ποὺ τὸ πῆραν μὲ πίστη δρόσισε καὶ παρηγόρησε. Καὶ πρῶτα – πρῶτα τὸ τυφλὸ παιδὶ τοῦ καπετάνιου.

Ἦταν καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ πρόσωπα τοῦ καραβιοῦ ποὺ μετέφερε ὁ πατέρας. Γεννήθηκε τυφλὸ καὶ μεγάλωσε μέσα σὲ ἕνα συνεχὲς σκοτάδι. Ποτέ του δὲν εἶδε τὸ φῶς. Δένδρα, φυτά, ζῶα ἀγωνιζόταν νὰ τὰ γνωρίσει μὲ τὸ ψαχούλεμα. Ἐκείνη τὴν ἡμέρα, ὅταν οἱ ναῦτες γύρισαν μὲ τὰ ἀσκιὰ γεμάτα νερὸ καὶ ἐξήγησαν τὸν τρόπο ποὺ τὸ βρῆκαν στὸ νησί, ἕνα φῶς γλυκιᾶς ἐλπίδας ἄναψε στὴν καρδιὰ τοῦ δύστυχου παιδιοῦ. Μήπως τὸ νερὸ αὐτό, σκέφτηκε, ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸν ξηρὸ βράχο ὕστερα ἀπ’ τὴν προσευχὴ τοῦ παράξενου ἐκείνου συνεπιβάτη τους, θὰ μποροῦσε νὰ χαρίσει καὶ σ’ αὐτὸν τὸ φῶς του ποῦ ποθοῦσε; Ἀφοῦ μὲ θαυμαστὸ τρόπο βγῆκε, θαύματα θὰ μποροῦσε καὶ νὰ προσφέρει. Μὲ τούτη τὴν πίστη καὶ τὴν βαθιὰ ἐλπίδα ζήτησε καὶ τὸ παιδὶ λίγο νερό. Διψοῦσε. Καιγόταν ἀπ’ τὴν δίψα.
Ἀπόστολος, ποὺ ἦταν ἐκεῖ, ἔσπευσε καὶ ἔδωσε στὸ παιδὶ ἕνα δοχεῖο γεμάτο ἀπὸ τὸ δροσερὸ νερό. Ὅμως τὸ παιδὶ προτίμησε, ἀντὶ νὰ δροσίσει μὲ τὸ νερὸ τὰ χείλη του, νὰ πλύνει πρῶτα τὸ πρόσωπό του. Καὶ ὦ τοῦ θαύματος! Μόλις τὸ δροσερὸ νερὸ ἄγγιξε τοὺς βολβοὺς τῶν ματιῶν τοῦ παιδιοῦ, τὸ χρόνιο σκοτάδι ἄρχισε νὰ διαλύεται. Καὶ ἕνα φῶς, ἱλαρὸ φῶς, ἄρχισε νὰ λούζει τὰ γύρω πράγματα...

— Πατέρα, πατέρα, ἄρχισε νὰ φωνάζει τὸ παιδὶ πότε ψαχουλεύοντας καὶ πότε τρέχοντας νὰ βρεῖ τὸν πατέρα. Καὶ ὁ καπετάνιος ποὺ τρόμαξε ἀπ' τὶς φωνὲς τοῦ παιδιοῦ τρέχει καὶ αὐτὸς πρὸς τὸ μέρος ποὺ ἀκουόταν ἡ φωνή. Στὸ ἀντίκρισμα τοῦ παιδιοῦ του σταμάτησε, ἔσκυψε καὶ ἄνοιξε τὴν ἀγκαλιά του.
— Παιδί μου, τί σου συμβαίνει; ρώτησε μὲ τρόμο ὁ πατέρας.
— Βλέπω! Πατέρα μου, βλέπω! Γιὰ κοίτα με, βλέπω τὴν θάλασσα, τοὺς ἀνθρώπους, τὰ πανιὰ τοῦ καραβιοῦ μας ποὺ φουσκώνουν. Πατέρα, τὸ εὐλογημένο νερὸ ποὺ μοῦ ἔδωκε ἐκεῖνος ὁ παππούλης, γιὰ νὰ πιῶ καὶ νὰ πλυθῶ, αὐτό μου χάρισε ὅτι ποθούσαμε. Τὸ φῶς μου, πατέρα...

Ὕστερα ἀπὸ μικρὴ διακοπὴ ποὺ πέρασε μέσα σὲ δάκρυα καὶ ἀναφιλητὰ εὐγνωμοσύνης ὁ καπετάνιος σηκώθηκε καὶ εἶπε:
— Παιδί μου, πᾶμε νὰ βροῦμε τὸν παππούλη ποὺ λές, γιὰ νὰ τὸν εὐχαριστήσουμε γιὰ ὅτι μας χάρισε!
— Ὄχι ἐμένα, εἶπε ὁ Ἀπόστολος ποὺ πλησίασε. Τὸν Χριστὸ νὰ εὐχαριστήσουμε ὅλοι. Αὐτὸς μᾶς ἔδωκε τὸ νερό. Αὐτὸς γιάτρεψε καὶ τὸ παιδί. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ μᾶς σώσει!

Καὶ ὁ   Ἀπόστολος, ποὺ τὸν κοίταζαν ὅλοι μὲ θαυμασμό, ἄρχισε νὰ τοὺς μιλᾶ καὶ νὰ τοὺς διδάσκει τὴ νέα θρησκεία. Τὸ τέλος τῆς ὁμιλίας πολὺ καρποφόρο. Ὅσοι τὸν ἄκουσαν πίστεψαν καὶ βαφτίστηκαν. Τὴν ἀρχὴ ἔκανε ὁ καπετάνιος μὲ τὸ παιδί του, ποὺ πῆρε καὶ τὸ ὄνομα Ἀνδρέας. Καὶ ὕστερα ὅλοι οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες καὶ μερικοὶ ψαράδες ποὺ ἤσαν ἐκεῖ. Πίστεψαν ὅλοι στὸν Χριστὸ ποὺ τοὺς κήρυξε ὁ Ἀπόστολός μας καὶ βαφτίστηκαν. Φυσικὰ τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τοῦ τυφλοῦ παιδιοῦ, ἀκολούθησαν καὶ ἄλλα, καὶ ἄλλα. Στὸ μεταξὺ ὁ ἄνεμος ἄρχισε νὰ φυσᾶ καὶ τὸ καράβι ἑτοιμάστηκε γιὰ νὰ συνεχίσει τὸ ταξίδι του. Ὁ Ἀπόστολος, ἀφοῦ κάλεσε κοντά του ὅλους ἐκείνους ποὺ πίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ βαφτίστηκαν, τοὺς ἔδωκε τὶς τελευταῖες συμβουλές του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε. Ἔτσι στὸ εὐλογημένο νησὶ ὀργανώθηκε ἀκόμη μιὰ ὁμάδα, μία ἐκκλησία πιστῶν στὸν ἕνα ἀληθινὸ Θεό.

Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ χρόνια, κτίστηκε στὸν τόπο αὐτὸν ποὺ περπάτησε καὶ ἅγιασε μὲ τὴν προσευχή, τὰ θαύματα καὶ τὸν ἱδρώτα του Πρωτόκλητος μαθητής, τὸ μεγάλο μοναστήρι τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέα, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ εἶχε γίνει παγκύπριο προσκύνημα. Κάθε χρόνο χιλιάδες προσκυνητὲς ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς Κύπρου, ὀρθόδοξοι καὶ ἑτερόδοξοι κι ἀλλόθρησκοι ἀκόμη, συνέρεαν στὸ μοναστήρι, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴ θαυματουργὸ εἰκόνα τοῦ Ἀποστόλου, νὰ βαφτίσουν ἐκεῖ τὰ νεογέννητα παιδιά τους καὶ νὰ προσφέρουν τὰ πλούσια δῶρα τους σὲ χρῆμα ἢ σὲ εἴδη, γιὰ νὰ ἐκφράσουν τὰ εὐχαριστῶ καὶ τὴν εὐγνωμοσύνη τους στὸν θεῖο Ἀπόστολο. Κολυμβήθρα Σιλωὰμ ἦταν ἡ ἐκκλησία του γιὰ τοὺς πονεμένους. Πλεῖστα ὅσα θαύματα γινόντουσαν ἐκεῖ σὲ ὅσους μετέβαιναν μὲ πίστη ἀληθινὴ καὶ συντριβὴ ψυχῆς.

Σὲ ὅλους τους ναοὺς τοῦ μαρτυρικοῦ νησιοῦ μας θὰ βροῦμε τὴν ἁγία εἰκόνα του καὶ τὸ ὄνομά του εἶναι τὸ πιὸ συνηθισμένο μεταξὺ τῶν κατοίκων (Ἀνδρέας ἢ Ἀδρεανὴ - Ἀνδρούλα) καὶ τὸ πιὸ διαδεδομένο. Γιὰ λόγους ποὺ μόνο ὁ Κύριος γνωρίζει, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια – ἀπὸ τὸ 1974 — τὸ ἅγιο μοναστήρι μαζὶ μὲ ὅλη τὴν Καρπασία, τὴ Μεσαορία καὶ τὴ Βόρειο Κύπρο ἔχει περιέλθει στὴν κυριαρχία τοῦ πιὸ βάρβαρου εἰσβολέα, τοῦ Τούρκου. Οἱ εὐλογημένες ἐκκλησίες ποὺ βρίσκονται στὰ μέρη αὐτὰ μένουν κανονικὰ ἀλειτούργητες. Καὶ οἱ καμπάνες σώπασαν ἀπὸ τότες νὰ κτυποῦν καὶ νὰ καλοῦν τοὺς πιστοὺς σὲ συναγερμὸ ψυχῆς. Τὸ ἁγίασμα ὅμως ποὺ βγῆκε ἀπ’ τὴν γῆ ὕστερα ἀπὸ τὴν προσευχὴ τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου Ἀνδρέου μένει καὶ συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του. Συνεχίζει τὸ κελάρυσμά του καὶ περιμένει τὴν ἁγία ὥρα, ποὺ οἱ πιστοὶ τοῦ νησιοῦ, πλυμένοι καὶ καθαρισμένοι μέσα στὰ δάκρυα μιᾶς εἰλικρινοῦς μετάνοιας, θὰ ἀξιωθοῦν ἐλεύθεροι καὶ πάλι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸ ὄμορφο μοναστήρι γιὰ νὰ ψάλουν τὰ εὐχαριστήρια στὸν Κύριο γιὰ τὴν λύτρωσή τους ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς πικρῆς δοκιμασίας καὶ νὰ πιοῦν καὶ νὰ δροσίσουν τὰ χείλη ἀπὸ τὸ γλυκὸ νερό. Ὁ Θεὸς νὰ δώσει, μὲ τὴν βοήθεια τῶν πρεσβειῶν τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, μὰ καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων της Κύπρου μας, ἡ μέρα αὐτὴ νὰ ἔρθει τὸ γρηγορότερο.

Τὸ τέλος τοῦ Ἀποστόλου ὑπῆρξε ἀνάλογο τῆς ἱστορίας του. Μαρτύρησε στὴν Πάτρα, ὅπου εἶχε φτάσει, γιὰ νὰ μεταδώσει καὶ ἐδῶ τὸ μήνυμα τῆς λυτρώσεως καὶ νὰ σκορπίσει τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἐπίσκεψή του ἀπὸ τὴν πλευρὰ αὐτὴ ἔφερε πολλοὺς καρπούς. Σὲ λίγες μέρες τὸ κήρυγμά του μαζὶ μὲ τὰ πολλά του θαύματα συγκλόνισε κυριολεκτικὰ τὰ θεμέλια τῆς εἰδωλολατρίας στὴν Ἀχαΐα. Ἀνάμεσα στοὺς πρώτους, ποὺ πίστεψαν, ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ ἀνθύπατος. Ἔτσι λεγόνταν κατὰ τοὺς ρωμαϊκοὺς χρόνους οἱ Ρωμαῖοι ἄρχοντες, ποὺ διοικοῦσαν μία ἀπὸ τὶς ἐπαρχίες τοῦ κράτους. Τῆς πόλεως, ὁ Λέσβιος ὅπως λεγόταν, ποὺ εἶχε ἀρρωστήσει ἄξαφνα βαριὰ καὶ τὸν εἶχε γιατρέψει ὁ Ἀπόστολός μας.
Τὸ παράδειγμα τοῦ ἀνθύπατου ἔσπευσαν ν’ ἀκολουθήσουν καὶ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μὰ τὸ πράγμα ἔγινε γνωστὸ στὴν Ρώμη. Ὁ αὐτοκράτορας Νέρων λύσσαξε ἀπ’ τὸ κακό του καὶ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἀντικατασταθεῖ ἀμέσως ὁ Λέσβιος ἀπὸ κάποιο Αἰγεάτη, πολὺ φανατικὸ εἰδωλολάτρη καὶ πολὺ σκληρό.

Ὁ Πρωτόκλητος ἔχοντας συνοδὸ τὸν Λέσβιο συνεχίζει καθημερινὰ τὰ κηρύγματά του καὶ τὶς θαυματουργικές του θεραπεῖες. Πλήθη λαοῦ ἀπ’ ὅλη τὴν Ἀχαΐα τὰ παρακολουθοῦν μὲ ἐνδιαφέρον καὶ πολλοὶ κάθε μέρα πυκνώνουν τὶς τάξεις τῶν πιστῶν. Μέσα σ’ αὐτοὺς προστίθενται τώρα καὶ ἡ σύζυγος τοῦ Αἰγεάτη, ἡ Μαξιμίλλα, ὁ ἀδελφός του Στρατοκλῆς, σοφὸς μαθηματικός, καὶ ἄλλοι πολλοὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του καὶ τὴ συνοδεία του.
   
Ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης, ἂν καὶ εἶδε τὴν γυναίκα του Μαξιμίλλα νὰ σώζεται ἀπὸ βέβαιο θάνατο μὲ τὴν ἐπέμβαση τοῦ Πρωτοκλήτου, ἂν καὶ εἶδε τὸν ἀδελφό του Στρατοκλῆ, ποὺ τὸν ἐκτιμοῦσε τόσο, νὰ προσχωρεῖ στὴ νέα πίστη, ἐν τούτοις ὁ ἴδιος ἔμεινε ἀσυγκίνητος. Κάτι περισσότερο. Πείσμωσε μὲ τὴ γυναίκα του καὶ ἀξίωσε ἀπ’ αὐτὴν νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ἡ Μαξιμίλλα ὅμως δὲν δέχτηκε ν’ ἀκούσει.

– Προτιμῶ, τοῦ εἶπε, νὰ χωριστῶ ἀπὸ σένα παρὰ ἀπὸ τὸν Χριστό μου.

Καὶ αὐτός, τυφλωμένος ἀπ’ τὸ πάθος του, διατάσσει νὰ συλλάβουν τὸν Πρωτόκλητο καὶ νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή. Γιὰ νὰ ἐκβιάσει δὲ περισσότερο τὴν ἀφοσιωμένη στὸν Χριστὸ γυναίκα, τὴν ἀπειλεῖ πώς, ἂν δὲν ἐπιστρέψει στὴν θρησκεία τῶν πατέρων της, τὴν εἰδωλολατρία, θὰ βασανίσει τρομερὰ τὸν γέροντα Ἀπόστολο καὶ στὸ τέλος θὰ τὸν σταυρώσει. Ἀνήσυχη ἡ Μαξιμίλλα τρέχει στὴ φυλακή, γιὰ νὰ μεταφέρει στὸν Ἀπόστολο τὶς ἀπειλὲς τοῦ συζύγου της. Τρέμει ἡ καλὴ γυναίκα, μήπως πάθει κανένα κακὸ ὁ εὐεργέτης καὶ σωτήρας της.
— Μὴ φοβᾶσαι, κόρη μου, γιὰ τὴν ζωή μου, τῆς εἶπε ὁ Πρωτόκλητος. Κράτησε σταθερὰ τὴν πίστη σου. Θὰ εἶναι τιμὴ καὶ εὔνοια τοῦ Θεοῦ σὲ μένα ν’ ἀξιωθῶ νὰ φύγω ἀπ’ τὸν κόσμο αὐτὸ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ποὺ ἔφυγε ὁ Λυτρωτής μας. Ἂς κάμει, ὅτι θέλει ὁ Αἰγεάτης. Ἂς μὲ κάψει στὴν φωτιά. Ἂς μὲ κατακάψει μὲ τὰ μαχαίρια. Ἂς μὲ καρφώσει στὸν Σταυρό. «Οὐκ ἄξια τὰ παθήματα τοῦ νῦν καιροῦ πρὸς τὴν μέλλουσαν δόξαν ἀποκαλυφθῆναι εἰς ἡμᾶς». Ὁ Στρατοκλής, ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ, λούστηκε στὸ κλάμα.
1 – Μὴν κλαῖς, τοῦ εἶπε ὁ Ἀπόστολος. Κάποια μέρα θὰ φύγουμε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτό. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν».
Πρόσεξε μόνο τὸν σπόρο τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἔσπειρα στὴν καρδιά σου. Κράτησέ τον προσεκτικὰ καὶ σπεῖρέ τον καὶ ἐσὺ παρακάτω.

Τὰ λόγια τοῦ Ἀποστόλου τόνωσαν τὸ θάρρος τῆς Μαξιμίλλας καὶ τοῦ Στρατοκλῆ καὶ ἀτσάλωσαν τὴν θέληση τοὺς ν’ ἀγωνιστοῦν ὡς τὸ τέλος. Ὁ Αἰγεάτης ξαναφώναξε τὴν γυναίκα του καὶ προσπάθησε μὲ λόγια γλυκὰ καὶ κολακευτικὰ νὰ τὴν μεταπείσει ἀπὸ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
— Εἶμαι ἕτοιμος νὰ κάμω τὸ καθετὶ γιὰ τὴν ἀγάπη σου, τῆς εἶπε. Ἂν πεισθεῖς νὰ ἀφήσεις τὸν Χριστό, θὰ σ’ ἔχω βασίλισσα στὸ σπίτι μου. Ἀλλιῶς θὰ καρφώσω σ’ ἕνα σταυρὸ τὸν γέρο, πού σου πῆρε τὰ μυαλά, καὶ θὰ σκοτώσω καὶ ἐσένα.
Ἡ ἀπάντηση τῆς Μαξιμίλλας ὑπῆρξε ἀληθινὰ ἡρωική.
— Προτιμῶ χίλιες φορὲς τὸν θάνατο παρὰ τὴ ζωὴ μ’ ἕνα εἰδωλολάτρη σὰν καὶ σένα.

Τὰ λόγια τῆς ἡρωίδας χριστιανῆς ἄναψαν τὸν θυμὸ τοῦ συζύγου της, ποὺ ἔδωκε ἐντολὴ νὰ βασανίσουν σκληρὰ τὸν Ἅγιο καὶ στὸ τέλος νὰ τὸν ὑψώσουν πάνω σ’ ἕναν σταυρό, ποὺ εἶχε τὸ σχῆμα τοῦ γράμματος Χ καὶ ποὺ εἶχε στηθεῖ στὸ «χεῖλος τῆς θαλάσσιας ἀμμουδιᾶς». Πάνω στὸν Σταυρὸ αὐτό, ποὺ ἦταν φτιαγμένος ἀπὸ ξύλα ἐλιᾶς, ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τοῦ Ἀποστόλου, χωρὶς νὰ τὸν καρφώσουν. Καὶ αὐτὸ ἔγινε, γιατί ὁ Ἀνθύπατος ἤθελε νὰ κρατήσει πολὺν καιρὸ τὸν Ἅγιο στὴ ζωή, γιὰ νὰ τὸν βασανίσει.

Ἀπὸ μία θάλασσα, τὴν ὄμορφη θάλασσα τῆς Γαλιλαίας, κάλεσε ὁ Κύριος τὸν μεγάλο Ψαρὰ νὰ τὸν ἀκολουθήσει γιὰ νὰ γίνει μαθητής του καὶ νὰ ψαρεύει ἀνθρώπους. Ἀπὸ μία ἄλλη θάλασσα κοντά, τὴν θάλασσα τῆς ἱστορικῆς πόλεως τῶν Πατρών, κάλεσε καὶ πάλι ὁ Χριστὸς τὸν μαθητὴ καὶ Ἀπόστολό του Ἀνδρέα, ὕστερα ἀπὸ σκληρὴ ἐργασία σπορᾶς τοῦ λόγου του, νὰ μεταπηδήσει στὴν οὐράνια πατρίδα μας, γιὰ νὰ λάβει τὸν ἄφθαρτο στέφανο τῆς δικαιοσύνης. Ὁ ἀπόστολος ἔφυγε ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν σὲ ἡλικία 80 περίπου χρόνων.

Οἱ χριστιανοὶ τῆς Ἀχαΐας θρήνησαν βαθιὰ τὸν θάνατό του. Ὁ πόνος τους ἔγινε ἀκόμη πιὸ μεγάλος, ὅταν ὁ ἀνθύπατος Αἰγεάτης ἀρνήθηκε νὰ τοὺς παραδώσει τὸ ἅγιο λείψανό του, γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὁ Θεὸς ὅμως οἰκονόμησε τὰ πράγματα. Τὴν ἴδια μέρα, ποὺ πέθανε ὁ Ἅγιος, ὁ Αἰγεάτης τρελάθηκε καὶ αὐτοκτόνησε. «Θάνατος ἁμαρτωλῶν πονηρός».

 Οἱ χριστιανοὶ τότε μὲ τὸν ἐπίσκοπό τους τὸν Στρατοκλῆ, πρῶτο Ἐπίσκοπο τῶν Πατρών, παρέλαβαν τὸ σεπτὸ λείψανο καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ μεγάλες τιμές. Ἀργότερα, ὅταν στὸν θρόνο τοῦ Βυζαντίου ἀνέβηκε ὁ Κωνστάντιος, ποὺ ἦταν γιὸς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, μέρος τοῦ ἱεροῦ λειψάνου μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Πατρὼν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ κατατέθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων «ἔνδον τῆς Ἁγίας Τραπέζης». Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου φαίνεται πὼς ἀπέμεινε στὴν Πάτρα. Ὅταν ὅμως οἱ Τοῦρκοι ἐπρόκειτο νὰ καταλάβουν τὴν πόλη τὸ 1460, τότε ὁ Θωμᾶς Παλαιολόγος, ἀδελφὸς τοῦ τελευταίου αὐτοκράτορος Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου καὶ τελευταῖος Δεσπότης τοῦ Μοριᾶ, πῆρε τὸ πολύτιμο κειμήλιο καὶ τὸ μετέφερε στὴν Ἰταλία. Ἐκεῖ ἐναποτέθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Πέτρου τῆς Ρώμης, ὅπου ἔμεινε μέχρι τοῦ 1964. Τὴν 26η τοῦ Σεπτέμβρη ( Ἀνακομιδὴ Τιμίας Κάρας) τοῦ ἔτους αὐτοῦ ἀντιπροσωπεία τοῦ πάπα Παύλου μετέφερε ἀπὸ τὴν Ρώμη τὸν πολύτιμο θησαυρὸ καὶ τὸν παρέδωσε στὸν νόμιμο κάτοχο, τὴν Ἐκκλησία τῶν Πατρέων. Ἡ ἁγία Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου ὕστερα ἀπὸ ἐνέργειες τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μεταφέρθηκε καὶ στὴν Κύπρο τὸ 1967 γιὰ μερικὲς μέρες καὶ ἐξετέθηκε σὲ εὐλαβικὸ προσκύνημα. Χιλιάδες Κύπριοι τότε, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ξεκίνησαν ἀπὸ τὰ τέσσερα σημεῖα τοῦ νησιοῦ μας καὶ πῆγαν καὶ προσκύνησαν τὴν ἅγια Κάρα τοῦ Πρωτοκλήτου καὶ μπροστά της κατέθεσαν τὸν βαθὺ σεβασμὸ καὶ τὴν εὐλαβικὴ εὐγνωμοσύνη τους γιὰ τὰ ὅσα ἡ χάρη του πρόσφερε καὶ προσφέρει στὸ νησί μας.

 Στὴ μνήμη τοῦ μεγάλου ἀποστόλου ἂς κλίνει τακτικὰ μὲ εὐλάβεια τὸ γόνυ τῆς ψυχῆς κάθε Ἑλληνικὴ καρδιά. Εἶναι ἕνας ἀπ’ τοὺς Ἀποστόλους ποὺ ἀγάπησαν τὴν πατρίδα μας καὶ ἀγωνίστηκαν νὰ τῆς μεταδώσουν τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὸ μήνυμά του δὲ, «εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» ἂς γίνει καὶ γιὰ μᾶς σύνθημα ζωῆς.
 
«Εὐρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» φωνάζει καὶ σ’ ἐμᾶς ὁ Πρωτόκλητος μαθητής. Ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναδικὸς Σωτήρας καὶ Λυτρωτὴς τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι τὸν γνωρίσαμε ἐμεῖς. Ἔτσι θὰ τὸν γνωρίσετε καὶ ἐσεῖς, ἂν τὸν ἀναγνωρίσετε Ἀρχηγὸ καὶ Κύριό σας κι ἂν βάλετε τὸ θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ στὴν ζωή σας. Ναί! ἂν βάλετε τὸ ἅγιο θέλημα καὶ τὸν νόμο του ὁδηγὸ καὶ σύντροφο στὴ ζωή σας. Γιατί ὁ Χριστὸς ἦταν καὶ εἶναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ Αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας». Τὸ σωστικὸ αὐτὸ μήνυμα ἂς ἀγκαλιάσουμε μὲ πίστη φλογερὴ ὅλοι ἀνεξαίρετα ὅσοι ποθοῦμε νὰ δοῦμε στὸν μαρτυρικὸ αὐτὸ τόπο καλύτερες μέρες. Ὅτι γκρεμίζει ἡ ἁμαρτία ἀνορθώνει καὶ ξαναφτιάχνει μόνο μιὰ εἰλικρινὴς μετάνοια.
  
Μὲ μία γνήσια μετάνοια καὶ συντριβὴ ψυχῆς ἂς καταφύγουμε καὶ πάλι ὅλοι στὸν Σωτήρα Χριστὸ καὶ ἃς τοῦ ζητήσουμε νὰ συγχωρήσει καὶ ἐμᾶς ὅπως κάποτε τοὺς Νινευΐτες καὶ νὰ μᾶς ξαναδώσει τὴ λευτεριά μας. Καὶ θὰ μᾶς ἀκούσει ὁ Κύριος. Ὁπωσδήποτε θὰ μᾶς ἀκούσει. Μᾶς τὸ βεβαιώνει μὲ τὰ ἅγια λόγια Του: «Ἐπικάλεσαι με, ἐν ἡμέρᾳ θλίψεώς σου καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με». Παιδί μου, ὅπου καὶ νὰ εἶσαι, φώναξέ με στὸν πόνο σου. Καὶ θὰ σὲ ἀκούσω. Καὶ θὰ σοῦ δώσω αὐτὸ ποὺ μοῦ ζητᾶς, μιὰς καὶ εἶναι γιὰ τὸ καλό σου. Καὶ θὰ μὲ δοξάσεις. Ἀκοῦς; Θὰ στὸ δώσω καὶ θὰ μὲ δοξάσεις.