Κυριακή 24 Ιουνίου 2012


ΛΟΓΟΣ ΕΓΚΩΜΙΑΣΤΙΚΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ
(ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ)

Ἀκόμα καὶ ἂν ὡμοίαζε ὁ λόγος μας μὲ ἐαρινὸν τραγούδι καλλικελάδου ἀηδόνος, πολὺ πτωχικὰ θὰ ἠδύνατο νὰ ὑμνήσῃ τὴν μεγάλην φωνὴν τῆς ἀληθείας ποὺ γεννᾶται σήμερον. Τώρα ὅμως ποὺ ἡ λαλιά μας εἶναι ἀσθενικὴ καὶ τὰ μάλα κακοφωνος, πῶς νὰ ὑμνήσῃ τὸν πιὸ δοξασμένον ἀπὸ ὅλους τοὺς προφήτας; Πῶς νὰ ψάλλῃ αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ τιμὴ καὶ ἡ δόξα τῶν Ἀποστόλων; Πῶς νὰ δοξολογήσῃ αὐτὸν ποὺ ἔχει μίαν ξέχωρον τιμὴν ἀνάμεσα εἰς τοὺς μάρτυρας; Ἐκεῖνο δὲ ποὺ μοῦ φαίνεται ἀξιοπρόσεκτον εἶναι τὸ ὅτι ὅσον ἀφορᾶ εἰς τοὺς ἄλλους ἁγίους, πλέκει ὁ εἷς τοῦ ἄλλου τὸ ἐγκώμιον, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος τοῦ πιὸ ἀναγνωρισμένου καὶ ὁ λιγότερο γνωστός του ὀλιγώτερον φημισμένου. Αὐτὸν ὅμως ποὺ τώρα ἐμεῖς ἐξυμνοῦμεν τὸν ἐγκωμίασε, πρὶν ἀπ᾿ ὅλους τοὺς ἄλλους ἐγκωμιαστάς του, ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ Θεός, ἡ Ἀλήθεια, λέγοντας: «Δὲν ἔχει μέχρι σήμερον γεννηθεῖ μεγαλύτερος προφήτης ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν» (Ματθ. ια´ 11).
Ἀφοῦ λοιπὸν τόσον πλουσίως καὶ ἀνυπερβλύτως ἔχει ἐπαινεθεῖ καὶ ἔχει ἐγκωμιαστεῖ ὁ μέγας Πρόδρομος ἀπὸ τὸν Ὕψιστον Θεὸν Λόγον, ἔχει τάχα ἀνάγκη ἀπὸ τὰ φτωχικά μας λόγια, ἀγαπητοί μου ἀκροαταί; Ὄχι βεβαίως, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ πτωχικά μας λόγια ὁ Τίμιος Πρόδρομος. Ἐμεῖς ὅμως ἀποτολμᾶμε νὰ ποῦμε δύο λόγια γι᾿ αὐτόν, γιατὶ εἴμεθα ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ πράξουμε ἀπὸ ὑπακοὴ εἰς τὸν πατέρα καὶ ἡγούμενό μας, ἐκτελώντας ὁπωσδήποτε τὴν ἐντολὴν ποὺ μᾶς ἔδωκε. Συγχρόνως ὅμως θὰ λάβωμεν ἁγιασμὸν καὶ χάριν καὶ μόνον ποὺ ὁ νοῦς μας θὰ ἀσχοληθεῖ μὲ τὸν Τίμιον Πρόδρομον.
Ἐμπρὸς λοιπόν, ἂς ἑορτάσωμεν τὴν ἡμέραν. Ἂς πανηγυρίσωμεν τὸ γεγονός της γεννήσεώς του, ὄχι μόνον ὅσοι κατοικοῦν εἰς τὰ περίχωρα, ἀλλὰ καὶ ὅσοι περιτριγυρίζουν τὸν πνευματικὸν Ἰορδάνην. Ἂς εἰσέλθωμεν βαθιὰ εἰς τὸ νόημα αὐτοῦ του παραδόξου μυστηρίου. Ἂς γνωρίσωμεν αὐτὸ ποὺ τόσον ὑπερφυσικῶς γίνεται σήμερον. Ἂς ἐμβαθύνωμεν εἰς τὰ ὅσα ἔχουν συμβεῖ γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπον τοῦ Ζαχαρίου. Καὶ ἂς μὴν παραλείψωμεν νὰ ἀναφέρωμεν ὅλα ἐκεῖνα ποὺ διαδραματίστηκαν εἰς τὸ πρόσωπον τῆς Ἐλισάβετ. Πόσον μεγάλος ὑπῆρξε ὁ Πρόδρομος φαίνεται καὶ μόνον ἀπὸ τοὺς γονεῖς ποὺ εἶχε, γιατὶ οἱ γονεῖς του δὲν ὑπῆρξαν ἄσημοι ἀλλὰ πολὺ περιδοξοι καὶ ἐπιφανεῖς. Ὁ μὲν Ζαχαρίας ὡσὰν ἄλλος Ἀαρὼν καὶ εἰς τὴν ἡλικίαν καὶ εἰς τὸ ἀξίωμα, ἐνδεδυμένος τὴν Ἱερατικὴν στολήν -δηλαδὴ τὸ περιστήθιον, τὴν ἐπωμίδα, τὸν χιτώνα ποὺ ἔφτανε μέχρι τους ἀστραγάλους καὶ τὸν χιτώνα τὸν κροσσωτόν, τὸν διακριτικὸν σκοῦφον τῆς ἱερωσύνης καὶ τὴν ζώνην, ποὺ ἦσαν ὅλα καταστόλιστα μὲ χρυσάφι καὶ πολυτίμους λίθους καὶ ὑάκινθον καὶ βύσσον- εἰσῆλθε εἰς τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων νὰ ἱερουργήσῃ ἐπειδὴ ἐφημέρευε. Ἡ δὲ Ἐλισάβετ ὑπῆρξε ἴδια εἰς τὴν δόξαν μὲ τὴν Σάρραν καὶ μᾶλλον πιὸ δοξασμένη ἀπ᾿ αὐτήν, ὡς συγγενὴς τῆς Θεομήτορος. Αὐτὴ λοιπὸν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ χαριτώθηκε, ἂν καὶ ἦταν στείρα, νὰ γεννήσει ὄχι τὸν Ἰσαάκ, ποὺ ὀνομάστηκε δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Γεν. ιδ´ 14 καὶ Δαν. γ´ 35), ἀλλὰ τὸν Ἰωάννην ποὺ ἔγινε γνήσιος φίλος του Χριστοῦ. Ὦ ἄγονος μήτρα, ποὺ ἐκράτησες μέσα σου τέτοιον τέκνον! Ὦ ἄκαρπος μήτρα, ὅπου ἐκράτησες μέσα σου τέτοιο καρπερὸν στάχυ! Διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ διστάσωμεν νὰ ἀναφωνήσωμεν καὶ πάλιν πρὸς αὐτήν, μὲ καινὸν τώρα νόημα τὰ λόγια του μεγαλοφωνοτάτου Ἡσαΐου. «Γέμισε τὴν καρδίαν σου στείρα, μὲ εὐφροσύνην ἐσὺ ποὺ δὲν ἀπόκτησες παιδιά. Φώναξε μὲ ὅλη σου τὴν δύναμη ἐσὺ ποὺ δὲν δοκίμασες ὠδίνες τοκετοῦ «(Ἡσ. νδ´ 1), διότι ἔκανες νὰ ἀνθίσει ἀπὸ τὴν ἔρημον μήτρα σου ὁ Ἰωάννης, τὸ κρίνον τῆς ἁγνότητος, τὸ ρόδον ποὺ εὐωδιάζει ἀπὸ τὸ ἅγιον πνεῦμα, τὸ λιβάδι τῆς ἐγκρατείας, ποὺ μᾶς γεμίζει μὲ ἀγαθά, ἡ φωτοδότρα πηγὴ ποὺ λάμπει κατὰ τὴν φανέρωσίν του Χριστοῦ ἐπάνω εἰς τὴν γῆν, ὁ Ἰωάννης, ὁ στρατιώτης τοῦ οὐρανίου βασιλέως, ποὺ ὁ ἴδιος τὸν ἐπέλεξε καὶ τὸν ὑπέδειξε εἰς τὸν λαόν του, ὁ ἄριστος νυμφαγωγὸς τῆς Ἐκκλησίας του Χριστοῦ πρὸς τὸν οὐράνιον Νυμφίον τῆς Χριστό, ὁ ἀκάματος κῆρυξ καὶ μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ποὺ εἶναι ἡ μοναδικὴ Ἀλήθεια, ὁ Ἰωάννης, ὁ φλογερὸς κῆρυξ τῆς μετανοίας, ὁ σαρκωθεῖς ἄγγελος τοῦ Κυρίου, αὐτὸς ποὺ φανέρωσε σὲ ὅλους τὸν ἀμνόν, ποὺ θὰ σήκωνε πάνω του ὅλου του κόσμου τὶς ἁμαρτίες.
Καὶ δὲν θὰ μπορέσω μὲ ὅ,τι καὶ νὰ εἴπω νὰ ἀναφέρω ὅλας τὰς ἀρετάς του, ἀκόμα καὶ ἐὰν ἀπαριθμήσω ὅλους τοὺς τίτλους ποὺ τοῦ ἔχουν δοθεῖ. Γιατὶ τοῦ ταιριάζουν πολλὰ ὀνόματα καὶ εἶναι κεκοσμημένος διὰ πολλῶν ἀρετῶν, μία καὶ αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὴν πιὸ μεγάλην χάριν ἀπ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ σφράγισε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Τιμοῦμε βεβαίως καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ προπάτορος Ἰσαάκ, τὸν ὁποῖον συνέλαβε καὶ γέννησε στὰ γηρατειά της ἡ Σάρρα καὶ γιὰ τὸν ὁποῖον εἶπε: «Ποῖος θὰ φέρει τὸ χαρμόσυνον μήνυμα εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ θὰ τοῦ μηνύσει ὅτι ἡ Σάρρα θηλάζει βρέφος; (Γέν. κα´ 7), γεγονὸς ποὺ πανηγύρισε ὁ Ἀβραὰμ μὲ μεγάλο συμπόσιον τὴν ἡμέραν της ἀπογαλακτίσεώς του. Ἐπίσης τιμοῦμε καὶ τὴν γενέθλιον ἡμέραν τοῦ Σαμψὼν ποὺ καὶ αὐτὸς χαρίστηκε στὸν Μανωὲ ἀπὸ στείρα μάνα, συμφώνως μὲ τὸ ξεχωριστὸν θέλημα καὶ τὴν ξεχωριστὴν χάριν τοῦ Θεοῦ (Ἰουδ. ιγ´ 14). Αὐτός, καθὼς λέγει ἡ Ἁγία Γραφὴ δὲν θὰ ἔπινε οἶνον καὶ οἰνοπνευματώδη ποτὰ καὶ δὲν θὰ ἔτρωγε τίποτε ἀκάθαρτον. Θὰ ἀναδεικνυόταν ἀκόμα ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ γιὰ νὰ τὸν σώσει ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους ἐχθρούς του. Τέλος, παραλείποντες καὶ ἄλλων ἁγίων σχετικὰς περιπτώσεις, θὰ ἀναφερθῶ εἰς τὸν προφήτην Σαμουήλ, τὸν ὁποῖον γέννησε ἡ πολυδοξασμένη Ἄννα μὲ τὸν Ἐλκανὰ καὶ τὸν ἀφιέρωσε ἀπὸ βρέφος εἰς τὸν Θεόν.
Ἀλλὰ ὅλοι αὐτοὶ δὲν φτάνουν, ἀγαπητοί μοι, τὸ μεγαλεῖον τοῦ Ἰωάννου. Γιατὶ ἄλλοι ἀπ᾿ αὐτοὺς ἔζησαν πρὸ τῆς παραδόσεως τοῦ γραπτοῦ Νόμου καὶ ἄλλοι μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Ὁ Ἰωάννης ὅμως, ὁ υἱὸς τοῦ ἱερέως Ζαχαρίου καὶ τῆς ἀξιοθαυμάστου Ἐλισάβετ, ἀνθὸς ποὺ ἐστόλισε τὴν εἴσοδον τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν κόσμον, φύτρωσε καὶ ἄνθισε εἰς τὸ μεσοδιάστημα τοῦ Νόμου καὶ τῆς Χάριτος. Ἀνέτειλε ὁ νοητὸς ἀστήρ, προαναγγέλλων τὴν ἀνατολὴν τοῦ Ἡλίου τῆς δικαιοσύνης. Προέτρεξε ὁ στρατιώτης, κηρύσσων τὴν ἔλευσιν τοῦ βασιλέως ὁλοκλήρου της κτίσεως. Ἦλθε ὁ ὁδηγὸς τῆς Νύμφης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας, διαλαλώντας τὴν ἐπικειμένην παρουσίαν τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Καὶ οἱ μὲν ἄλλοι προφῆται προεφήτευσαν ἢ ἐθαυματούργησαν ἀρκετὰ χρόνια μετὰ τὴν γέννησίν τους, ὁ Τίμιος Πρόδρομος ὅμως πληρώθηκε ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἀνεδείχθη θαυματουργὸς ἐνόσῳ ἀκόμα εὐρίσκετο εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός του.
Θὰ κάνω λοιπὸν μίαν παρομοίωσιν διὰ νὰ δείξω τὴν μεγαλοπρέπειαν τῆς μορφῆς τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Ὅπως ἕνας βασιλεύς, ποὺ ἐξέρχεται μετὰ πομπῆς καὶ βασιλικῆς μεγαλοπρεπείας ἀπὸ τὰ ἀνάκτορά του, ἔχει ῥαβδούχους καὶ ἄλλους ποὺ προπορεύονται μὲ σκῆπτρα, κατόπιν ὑπάτους, ὑπάρχους καὶ ταξιάρχους, τελευταίως δὲ ἔρχεται ἕνας ἀξιωματικὸς μὲ πολὺ μεγάλον βαθμὸν καὶ μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν ἀμέσως ἐμφανίζεται ὁ βασιλεύς, ἀστράφτων μέσα εἰς τὸν χρυσὸν καὶ τοὺς πολυτίμους λίθους, τὸ ἴδιον φανταστεῖτε ὅτι συνέβη καὶ μὲ τὸν ἀληθινὸν καὶ μόνον βασιλέα ὁλοκλήρου της κτίσεως, τὸν Χριστὸν καὶ Θεόν μας. Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ ἔλθη ὁ Χριστὸς εἰς τὸν κόσμον ὡς ἄνθρωπος, ἐπροπορεύθησαν οἱ πατριάρχες, ὅπως ὁ Ἀβραάμ, ὁ Ἰσαὰκ καὶ ὁ Ἰακώβ. Ἔπειτα ὁ Μωϋσῆς, ποὺ ἠξιώθη νὰ φανερώσει τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ὁ Ἀαρῶν καὶ ὁ Σαμουὴλ καὶ ὅλος ὁ χορὸς τῶν ἁγίων προφητῶν. Τελευταῖος δὲ ἀπὸ ὅλους ἐμφανίστηκε ὁ Ἰωάννης καὶ ἀμέσως μετὰ ὁ Δεσπότης μας Χριστός, γιὰ τὸν ὁποῖον ὁ Ἰωάννης εἶπε: «Αὐτὸς ποὺ ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα, εἶναι ἀνώτερός μου, γιατὶ ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ μένα» (Ἰω. α´ 15). Ἔτσι ἀποδείχτηκε ὁ Τίμιος Πρόδρομος ἂν καὶ τελευταῖος εἰς τὴν παράταξιν, πρῶτος εἰς τὴν ἀξίαν καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἀκόμα τους Προφήτας καὶ τοὺς Ἀποστόλους καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ἁγίους σπουδαιότερος, σύμφωνα μὲ ὅσα κήρυξε ὁ ἀληθινὸς Λόγος τοῦ Θεοῦ, ὁ Χριστός. Καὶ εἶναι περισσότερον τετιμημένος, γιατὶ ἦταν τελευταῖος ἀπὸ τοὺς προφήτας καὶ πρῶτος ἀπὸ τοὺς ἁγίους της ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης.
Ἀναπτύσσοντας λοιπὸν τὴν ἱστορία, ὅπως ἀναφέρεται εἰς τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον, ἂς ἀκούσωμεν τί ἦταν ἐκεῖνα ποὺ ὁ Γαβριὴλ εἶπε εἰς τὸν Ζαχαρία. «Φανερώθηκε σ᾿ αὐτόν», λέγει, «ἄγγελος Κυρίου καὶ παραστάθηκε δεξιὰ ἀπὸ τὴν Τράπεζαν ὅπου ἔκαιγαν τὸ θυμίαμα καὶ μόλις τὸν εἶδε ὁ Ζαχαρίας ταράχτηκε καὶ φοβήθηκε πολύ» (Λουκ. α´ 11-12). Γιατὶ ἦταν πολὺ σεβασμία καὶ ἱερὰ ἡ ὀπτασία καὶ φοβερὸς ὁ τόπος ὅπου συνέβη τὸ γεγονός. Γιατὶ λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Πόσον φοβερὸς εἶναι αὐτὸς ὁ τόπος! Αὐτὸς δὲν εἶναι τίποτε ἄλλον, παρὰ ἡ ἴδια κατοικία τοῦ Θεοῦ» (Γέν. κη´ 17). Καὶ δὲν εἶναι περίεργον τὸ ὅτι ὁ ἱερεύς, ἂν καὶ ἦταν δίκαιος, ἐταράχθη καὶ ἐκυριεύθη ἀπὸ φόβον, ἀφοῦ τὸ ἴδιον συνέβη καὶ μὲ τὸν Δανιὴλ τὸν «ἄνθρωπον τῶν ἐπιθυμιῶν» (Δαν. ι´ 8), ποὺ βλέποντας τὸν ἄγγελον θαμπώθηκε καὶ ἔμεινε ἄφωνος καὶ ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν, ἀπό του ἀγγέλου τὴν ὑπέρμετρον καὶ ἀσύγκριτον λαμπρότητα. «Ἐφάνη» λέγει, «σ᾿ αὐτὸν ἄγγελος Κυρίου».
Τί ἔχουν νὰ μᾶς εἴπουν γι᾿ αὐτὸ οἱ μισοχριστιανοὶ ποὺ δὲν ἱστοροῦν εἰκόνες τῶν ἁγίων ἀγγέλων; Ἂν ποτὲ ἔχει φανερωθεῖ ἄγγελος σὲ ἄνθρωπο, τότε ἔχει καὶ ζωγραφιστεῖ ὅπως ἀκριβῶς καὶ ἐφανερώθη καὶ ὄχι μὲ μορφὴ διαφορετική. Καὶ ἐφανερώθη μὲ τὴν ἰδίαν ἀκριβῶς μορφὴν ποὺ παρουσιάστηκαν παλαιὰ εἰς τὸν Μωϋσῆν, εἰς τὸ ὅρος Σινᾶ, τὰ Χερουβεὶμ ποὺ περιστοιχίζουν τὸ ἱλαστήριον τῆς κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης. Ἐὰν λοιπὸν αὐτὸ ποὺ οὔτε σῶμα οὔτε ὑλικὴ μορφὴ ἔχει δύναται νὰ περιγραφεῖ - συμφώνως μὲ τὴν μορφὴν ποὺ ἐφανερώθη - πῶς δὲν θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἱστορήσωμεν εἰκόνα γιὰ κάτι ποὺ καὶ σῶμα ἔχει καὶ ὑλικὴν μορφὴν καὶ προσλαμβάνει διάφορα χρώματα καὶ ψηλαφιέται ὡς τρισδιάστατον ἀντικείμενον, ὅπως εἶναι καὶ ἡ μορφὴ τοῦ Σωτῆρος μας, ὥστε μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον νὰ κάνουμε ὁλοφάνερον τὴν σάρκωσίν του, γεγονὸς ποὺ πρέπει νὰ μένει ἔξω ἀπὸ κάθε φαντασίαν; Ἂς μὴ νομίσουν λοιπὸν οἱ ἄφρονες ὅτι, ζωγραφίζοντας τὴν μορφὴν τοῦ Χριστοῦ, ἀπεικονίζουμε ταυτοχρόνως καὶ τὴν θεότητά του, ἡ ὁποία δὲν ἠμπορεῖ νὰ ἐκφραστεῖ, οὔτε νὰ κατανοηθεῖ ἢ νὰ περικλειστεῖ, οὔτε νὰ λάβει σχῆμα, οὔτε θέσιν, οὔτε ἔκτασιν, οὔτε μέγεθος, οὔτε κανένα ἄλλο γνώρισμα, ἀπ᾿ ὅσα εἶναι δυνατὸν νὰ περιγραφοῦν. Γιατὶ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄπειρος καὶ ἀκατάληπτος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὅταν ἱστοροῦμε τὴν εἰκόνα του Ἰησοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ νὰ περιγράφουμε τὴν μορφή του δὲν περιγράφουμε συγχρόνως καὶ τὴν ψυχήν του ποὺ εἶναι ἄϋλος καὶ ἄμορφος - αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον - ἀλλὰ ἀποδίδουμε χωριστὰ καὶ ξεκάθαρα εἰς τὸ ἄυλον καὶ εἰς τὸ ὑλικὸν αὐτὸ ποῦ τοῦ ἁρμόζει. Δηλαδὴ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ ποὺ δὲν περιγράφεται, δὲν τὴν ἀπεικονίζουμε. Εἰκονίζουμε ὅμως τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δύναται νὰ περιγραφεῖ, συμφώνως μὲ ὅσα στοιχεῖα μᾶς δίδει τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον.
Ἀλλὰ ἂς ἐπιστρέψωμεν εἰς τὸ θέμα μας. «Καὶ τοῦ εἶπε ὁ ἄγγελος: Μὴν φοβᾶσαι Ζαχαρία, γιατί ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχὴν σοὺ «(Λουκ. α´ 13). Ἀμέσως μὲ τὴν διαβεβαίωσιν αὐτὴ τοῦ ἐδίωξε τὸν φόβον, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ κάθε ἀγγελικὴν ὀπτασίαν. Μετὰ δηλαδὴ ἀπὸ τὸν φόβον ποὺ προκαλεῖ ἡ ἐμφάνισις τοῦ ἀγγέλου, ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον ἡ δειλία. Ἐνῶ γίνεται ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον ὅταν ἐμφανίζεται ὁ διάβολος. Δηλαδὴ εἰς τὴν ἀρχὴν ὁ ἄνθρωπος ποῦ τὸν δέχεται εἶναι χαρούμενος καὶ θαρραλέος, μετὰ ὅμως ἀπὸ λίγο γεμίζει ταραχὴν καὶ φόβον. «Μὴν φοβᾶσαι», εἶπε, «Ζαχαρία, γιατὶ ὁ Θεὸς δέχτηκε τὴν προσευχήν σου καὶ ἡ γυναίκα σου ἡ Ἐλισάβετ θὰ φέρει εἰς τὸν κόσμον ἕναν υἱόν» (Λουκ. α´ 18). Ὢ ἀξιοεπιθύμητον καὶ θεόσδοτον παράγγελμα, σύμφωνον μὲ τὴν ἐπιθυμίαν τους! Ὢ ἀγγελοφερμένη ὑπόσχεσις, ποὺ εἶσαι καρπὸς τόσων ἐπιμόνων προσευχῶν! Κατάφερε ὁ Ζαχαρίας νὰ κερδίσει ἐκεῖνο ποὺ ἡ ψυχή του ἐπιθυμοῦσε! Ἐπέτυχε ἐκεῖνο διὰ τὸ ὁποῖον παρακαλοῦσε μὲ θέρμιν! Εὗρε ἐκεῖνο ποὺ ζητοῦσε. Εὗρε, ὄχι ἀπὸ φυσικὴν συνάφειαν ἀλλὰ ἀπὸ καρποφόρον προσευχὴν τὴν ἀνανέωσιν τῆς ἀγόνου μήτρας καὶ τὴν ἱκανοποίησιν τῆς λαχτάρας της νὰ τεκνοποιήσει. Διότι ἡ στείρωσίς της δὲν ἦταν βεβαίως ἐπιτίμιον καὶ ἄρα τοῦ Θεοῦ - μὴν πάει ἐκεῖ ὁ νοῦς σας - ἀλλὰ ἦταν προφητικὴ ἐξαγγελία μεγάλου μυστηρίου.
Ἔχω τὴν ἐντύπωσιν ὅτι, ἂν καὶ ὁ Ζαχαρίας εἶχε παραδοθεῖ εἰς ἔντονον προσευχὴν καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸν νὰ λύσει τὴν στείρωσιν τῆς Ἐλισάβετ, δὲν εἰσηκούσθη ἀμέσως ὑπό του Θεοῦ, διότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμα ὁ κατάλληλος καιρός. Δὲν εἶχε φθάσει ἀκόμα ἡ ἐποχὴ ποὺ ὁ Χριστὸς θὰ ἐσαρκοῦτο. Τότε μόνον νὰ ἐλπίζεις ὅτι θὰ ἀποκτήσεις τέκνον, Ζαχαρία, ὅταν ἔλθει εἰς τὴν γῆν Ἐκεῖνος ποὺ χρόνια προσδοκοῦν καὶ περιμένουν τὰ ἔθνη. Τότε νὰ περιμένεις πὼς ἡ Ἐλισάβετ θὰ πάψει νὰ εἶναι στείρα, ὅταν ἔλθει ἐκεῖνος ποὺ εἶναι ἡ ἐλπὶς τῆς οἰκουμένης. Ἐπειδὴ ὅμως ἦλθε πλέον αὐτὴ ἡ ὥρα, δέξου μὲ τὴν προαγγελία τοῦ ἀρχαγγέλου Γαβριὴλ τῆς καρδίας σου τὸ ποθούμενον. Ὡς ἄλλος ἀετὸς ξαναπάρε τὸ νεανικόν σου σφρίγος (Ψαλμ. ρβ´ 5). «Γνώρισε», εἶπε ὁ ἄγγελος, «τὴν σύζυγόν σου. Διότι ἔγινε δεκτὴ ἡ προσευχή σου καὶ ἡ γυνὴ σοὺ Ἐλισάβετ, θὰ σοῦ γεννήσει ἕναν υἱὸν καὶ θὰ τοῦ δώσεις τὸ ὄνομα Ἰωάννης». Φανέρωσε ἔτσι ὁ ἄγγελος καὶ τὸ ὄνομα ποῦ θὰ ἐλάμβανε τὸ παιδί, ὄνομα ποὺ καὶ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐτυμολογίαν του φανερώνει ὅτι τὸ παιδὶ θὰ ἦταν οὐρανόσταλτο.
Εἶπε δὲ ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸν ἄγγελον - γιατὶ ὁμιλεῖ μὲ τὸν ἄγγελον μὲ θάρρος ὡς ἴσον πρὸς ἴσο . «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτό, ἀφοῦ ἐγὼ εἶμαι γέρων καὶ ἡ γυνή μου προκεχωρημένη εἰς τὴν ἡλικίαν;». (Λουκ. α´ 18). Η ἀπόδειξις ποὺ χωρὶς ἰδιαιτέραν σκέψιν ζήτησε, γιὰ τὸν τρόπον ποὺ θὰ γινόταν πατέρας, τοῦ προσάπτει ὡς ἱερέα τὸ ἁμάρτημα τῆς ἀπιστίας. Αὐτὴ ἡ ἐρώτησις ὅμως δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴν ἀπιστίαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἀνάγκην ἐξακριβώσεως τῆς ἀληθείας. Ἔπαθε ἔτσι καὶ ὁ Ζαχαρίας τὸ ἴδιον μὲ τὸν Ἀπόστολον Θωμᾶν. Γιατὶ δὲν ἦταν δικαιολογημένον, προφήτης αὐτὸς καὶ γνώστης τῶν θείων πραγμάτων, νὰ ἀγνοεῖ ὅτι ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ ἀνακαινίσει τὴν φύσιν, νὰ ξανανιώσει τὰ γηρατειά, νὰ βγάλει ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τὸν ἄνθρωπον, νὰ εὕρει λύσεις εἰς τὰ προβλήματα, ὅπως ἄλλωστε συνέβη μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὴν Σάρρα, μὲ τὴν Σωμανίτιδα καὶ μὲ τόσες ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις, ποὺ ἔδειξε τὴν θαυματουργικήν του δύναμιν. Ἀλλὰ ὅμως ἐπειδὴ οἱ χαρούμενες ἀγγελίες, ποὺ μηνύουν τὴν πραγματοποίησιν τῶν μεγάλων καὶ ἀσυνηθίστων προσδοκιῶν τῆς ψυχῆς, ὅταν ἀκουστοῦν ἀπροσδόκητα καὶ ξαφνικὰ φέρνουν συνήθως ταραχήν, γι᾿ αὐτὸ καὶ τώρα ὁ Ζαχαρίας, ἐπειδὴ ἐταράχθη, τηρεῖ ἐπιφυλακτικὴν στάσιν. Καὶ αὐτὸ νομίζω ὅτι τὸ κάνει ἕνεκα ὄχι τῆς ἀπιστίας του, ἀλλὰ γιατὶ βιάζεται νὰ φτάσει εἰς τὴν ἀναμφισβήτητον καὶ ἀδιάσειστον βεβαιότητα. Καὶ ἀμέσως ὡς νὰ ἐκυριεύθη ἀπὸ ἀφόρητον χαράν, φωνάζει πρὸς τὸν ἄγγελον καὶ λέγει: «Πῶς θὰ βεβαιωθῶ γι᾿ αὐτὸ ποὺ μοῦ λέγεις;» Μήπως παραλογίζεσαι; Μὴν καὶ δὲν βγοῦν ἀληθινὰ αὐτὰ ποὺ μοῦ ἀναγγέλεις; Δός μου ἐπίσημον διαβεβαίωσιν, δός μου χειροπιαστὴν ἀπόδειξιν, ὅπως παλαιότερον ἔδωκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἀβραὰμ τὸ σημεῖον της περιτομῆς, παρέχοντας εἰς αὐτὸν τὴν διαβεβαίωσιν ὅτι θὰ καταστεῖ πατὴρ πολλῶν ἐθνῶν καὶ ὅτι θὰ γεννηθοῦν ἀπὸ τὴν γενεὰν πολλοὶ βασιλεῖς. Καὶ ὅπως διαβεβαίωσε πρὶν ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Νῶε μὲ τὸ σημεῖον τοῦ οὐρανίου τόξου, ὅτι δηλαδὴ δὲν θὰ καταστρέψει μὲ κατακλυσμὸν τὴν γῆν. Ἀκόμα ὅπως ἔκανε τὴν ῥάβδον τοῦ Μωϋσῆ νὰ λάβει μορφὴν ὄφεως καὶ νὰ ξαναγίνει ἀμέσως καὶ πάλιν ράβδος, διὰ νὰ πιστεύσουν μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον οἱ Αἰγύπτιοι ὅτι του ἐφανερώθη ὁ Θεός. Καὶ ἀποκρίθηκε ὁ ἄγγελος καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ τὸ σημεῖον ποὺ ζητᾶς· θὰ χάσεις τὴν λαλιάν σου καὶ δὲν θὰ μπορεῖς πλέον νὰ ἐκφέρεις λόγον , διότι δὲν πίστεψες εἰς τοὺς λόγους μου» - ἐννοεῖται βεβαίως γιατί δὲν πίστεψε ἁπλῶς καὶ ἀνεξετάστως - «ποὺ θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅταν φτάσει ὁ κατάλληλος καιρός». Ἔλαβε λοιπὸν τὴν κατάλληλον διὰ τὴν περίστασιν ἀπόδειξιν, ποὺ ζητοῦσε ὁ Ζαχαρίας, δηλαδὴ τὴν σιγὴν τῆς φωνῆς του, μίας φωνῆς ποὺ κάποτε θὰ σταματοῦσε γιὰ πάντα μπροστὰ στὴν ζωντανὴ καὶ σαρκωμένη φωνή, τὸν Πρόδρομον ποὺ θὰ γεννιόταν ἀπ᾿ αὐτόν. Καὶ ἐνῶ ἔμεινε μὲ σφραγισμένο τὸ στόμα συνέχισε νὰ ὑμνεῖ, μὲ μυστικὴν πιὰ φωνὴν τὸν Δωρητὴν τοῦ παιδίου, ποὺ ἔμελλε νὰ γεννηθεῖ.
Ὅταν ἐξῆλθε, λέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, ἐκ τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ, «δὲν ἠδύνατο πλέον νὰ ὁμιλήσει. Καὶ ἀπ᾿ αὐτὸ κατάλαβαν οἱ ἄλλοι ὅτι εἶχε δεῖ κάποιο ὅραμα εἰς τὸ ἱερόν, ἐνῶ ὁ ἴδιος προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει μὲ νοήματα καὶ παρέμενε βωβός» (Λουκ. α´ 22). Καὶ ἔμεινε κωφὸς καὶ ἄλαλος, τὸ πρῶτον διὰ νὰ μὴν δέχεται ἐρωτήσεις, γιατὶ ἀλλιῶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μὴν πληροφορήσει τοὺς ἄλλους διὰ τὸ ὅραμα. Ἔπειτα δὲ ἐπειδὴ κατὰ κάποιον τρόπον εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰς αἰσθήσεις του καὶ καθὼς ἔμεινε κατάπληκτος καὶ ἐμβρόντητος ἀπὸ τὸ ὅραμα ποῦ ἐξακολουθοῦσε νὰ τὸ ζεῖ τόσο βαθιὰ μέσα του, δὲν ἠμποροῦσε νὰ δώσει προσοχὴ στὰ κούφια λόγια τῶν ἄλλων. Ἡ σιωπὴ λοιπὸν δὲν εἶχε κανένα ἄλλον νόημα, παρὰ ἦταν μόνον μία προφητεία, ποὺ προεδήλωνε ὅτι θὰ γινόταν πατὴρ προφήτου. Καὶ αὐτὸ ἦταν ἴσως καὶ σημεῖον τοῦ τέλους τῆς λατρείας τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλλὰ καὶ σημεῖον της ἀνατολῆς τῆς ἐποχῆς τῆς Χάριτος, ποὺ θὰ ἄρχιζε μὲ τὸ γεγονὸς τῆς γεννήσεως τοῦ Ἰωάννου.
Προσπερνώντας ὅμως τὰ ἄλλα σημεῖα ποὺ σχετίζονται μὲ τὸ θέμα μας - γιατί δὲν εἶναι οὔτε τῆς ἡμέρας, οὔτε τῆς δυνατότητός μας - ἂς ἔλθουμε ἀμέσως σ᾿ αὐτὸ ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρει ἄμεσα. Καὶ συνέβη, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστής, τὸ ἑξῆς: «Μόλις ἤκουσε ἡ Ἐλισάβετ τὸν χαιρετισμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησε ἀπὸ χαρὰ μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τῆς τὸ βρέφος» (Λουκ. α´ 41). Ὦ Ἰωάννη, μακαριστὸν βρέφος, ἀκοίμητον ἔμβρυον! Ἐνῶ ἀκόμα βρισκόσουν εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρός σου, πῶς ἔνοιωσες τί γίνεται εἰς τὸν κόσμον; Ἐνῶ ἀκόμα δὲν εἶχες τελειωθεῖ πῶς παρουσιάζεσαι ὑπερτέλειος; Πῶς ἕξι μόλις μηνῶν ἔμβρυον, ἐξεφράσθης ὡς σοφὸς γέρων; Πῶς χωρὶς ἀκόμα νὰ μπορεῖς νὰ διανοηθεῖς ἐφάνης τόσον συνετός; Πῶς ὁμίλησες μὲ τόσην εὐφράδειαν, ἐνῶ ἀκόμα δὲν μποροῦσες νὰ ἀρθρώσεις λέξιν; Λέγε μας, λοιπόν, πῶς ἐνῶ βρισκόσουν ἀκόμα εἰς τὴν σκοτεινὴν χώραν τῶν μητρικῶν σπλάγχνων, χωρὶς νὰ βλέπεις, χωρὶς νὰ ἀκοῦς, χωρὶς νὰ ἔχεις ἀρθρώσει ἀκόμα μίαν λέξιν, χωρὶς νὰ ἔχεις κάνει ἀκόμα οὔτε ἕνα βῆμα, χωρὶς νὰ ἔχει ἀκόμα διαφανεῖ τὸ πρῶτον χαριτωμένο παιδικὸν χαμόγελο, πῶς βλέπεις τόσον καθαρὰ ὅσα δὲν ἠμποροῦν νὰ ἴδουν οἱ ἄνθρωποι; Πῶς ἔχεις μίαν τόσο σοφὴν γνῶσιν; Πῶς θεολογεῖς; Πῶς σκιρτᾶς χαρούμενα; Γιατί χαίρεσαι τόσον πολύ; Ἀπάντησέ μας, ἀπάντησέ μας πανθαύμαστε!
Μεγάλο, λέγει, τὸ μυστήριον ποὺ συντελεῖται καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ τὸ συλλάβει ἀνθρώπινος νοῦς αὐτὸ ποὺ διαδραματίζεται. Ἂν καὶ εἶμαι ἁπλοῦς ἄνθρωπος ἐπιτελῶ παράδοξα πράγματα, διὰ νὰ φανερώσω. Ἐκεῖνον ποὺ πρόκειται ὡς θεάνθρωπος νὰ ὑπερβεῖ τοὺς ὅρους τῆς φύσεως. Βλέπω παρότι εἶμαι ἀκόμα ἔμβρυον, γιατὶ αἰσθάνομαι κοντά μου νὰ κυοφορεῖται ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης. Ἔχω τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούω ἐπειδὴ γνωρίζω πολὺ καλὰ τὰ πάντα καὶ ἐπειδὴ γεννῶμαι γιὰ νὰ εἶμαι ἡ φωνὴ τοῦ Λόγου του Θεοῦ. Κράζω μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν, γιατὶ νιώθω νὰ σαρκοῦται ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ Πατρός. Σκιρτῶ, γιατὶ αἰσθάνομαι νὰ λαμβάνει ἀνθρωπίνην μορφὴν ὁ Ποιητὴς ἁπάσης τῆς κτίσεως. Χαίρομαι μὲ ὅλην μου τὴν ψυχήν, ἐπειδὴ σκέπτομαι ὅτι σαρκώνεται ὁ Λυτρωτὴς τοῦ κόσμου. Σᾶς ἀναγγέλω τὴν ὥραν ποὺ ὁ Θεὸς ἔρχεται ὡς ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Τρέχω μπροστά, προτοῦ φτάσῃ Ἐκεῖνος ἀνάμεσά σας, ὡς κορυφαῖος του δοξολογικοῦ χοροῦ σας καὶ σὰν τὸν Δαυὶδ λοιπὸν σοῦ προαναγγέλω προφητικά: Ἀρχίστε τὸ τραγούδι, λάβετε καλόηχον τύμπανον, ψαλτήριον καὶ κιθάρα. Τραγουδήσατε, ψάλλατε γι᾿ Αὐτόν, ὑμνήσατε ὅλον του τὸ μεγαλεῖον ποὺ εὑρίσκεται εἰς ὅσα θαυμάσια ἐπιτελεῖ.
Ἄρα λοιπὸν Ἰωάννη, ἠγέρθης πάνω ἀπὸ τὰ ἐπίγεια καὶ ἠξιώθης νὰ ἀντικρύσεις τὰ οὐράνια; Ξεπέρασες καὶ αὐτὲς τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις ποὺ ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν δημιουργίαν τοῦ ὁρατοῦ κόσμου; Πῶς λοιπὸν τιμήθηκες μὲ τὸ ἀξίωμα τῶν ἀγγελικῶν ταγμάτων, ἐνῷ δὲν ἐπλάσθης ἄγγελος; Καὶ πῶς ἀγέννητος ἀκόμα, μᾶς ἐμήνυσες καὶ μᾶς προανήγγειλες μὲ ἄμεσον θεϊκὴν ἔμπνευσιν ἐκεῖνο ποὺ γιὰ τοὺς ἀγγέλους ἀκόμα ἦταν ἄγνωστον καὶ ἀδίδακτον;
Δὲν προσπάθησα νὰ ἀνέβω σὲ φανταστικὰ ὕψη. Οὔτε περπάτησα ἐπάνω εἰς τὰ σύννεφα, οὔτε ξεπέρασα τοὺς οὐρανούς, οὔτε ἀνέβηκα ὑψηλότερον ἀπὸ τὰς τάξεις τῶν φλογερῶν καὶ ἀσωμάτων ἀγγέλων. Κανένας ἂς μὴν φανταστεῖ κάτι τέτοιο. Ἀλλὰ μάθετε ὅτι Αὐτὸς ποὺ εὑρίσκεται ἐπανω ἀπ᾿ ὅλα καὶ μένει εἰς τοὺς Πατρικοὺς κόλπους μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, χωρὶς νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα διέφυγε τὴν προσοχὴν - καὶ αὐτῶν ἀκόμα τῶν πυρίνων λειτουργῶν του - καὶ εἰσῆλθε εἰς τὴν μήτραν τῆς «ἀειπαρθένου» Μαρίας, σὰν σὲ ἄλλο οὐρανό. Αὐτὸς λοιπόν, μοῦ ἐφανερώθη καὶ μὲ ἐμύησε σὲ αὐτὰ τὰ θεϊκὰ μυστήρια. Εἶμαι λοιπὸν κῆρυξ τοῦ βρέφους. Διαλαλῶ ὅτι «γεννήθηκε παιδὶ γιὰ χάρη μας καὶ μᾶς ἐδόθη ὡς δῶρον Αὐτὸς ποὺ εἶναι ὁ προαιώνιος Θεός», ὅπως λέγει καὶ ὁ μεγάλος προφήτης Ἡσαΐας (Ἡσ. θ´ 6) . Ἐγεννήθην ἀπὸ μήτρα στείρα, διότι πρόκειται νὰ γεννηθῇ παιδὶ ἀπὸ μάνα παρθένο.
Πόσον ὑπερφυσικὰ πράγματα, πόσον παράδοξα θαύματα εἶναι αὐτά, ποῦ χαρούμενά μας μηνύει σήμερον τὸ ἀγέννητον ἀκόμα βρέφος! Πόσον πρωτοφανῆ μηνύματα θεολογώντας μας προανήγγειλε ὁ υἱὸς τῆς Ἐλισάβετ; Σκίρτησε ἀπὸ χαρὰ λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ οἰκουμένη, ψάλε καὶ ὕμνησε Ἐκκλησία, τὰ προεόρτια πανηγυρίζοντας, πρὶν ἀπὸ τὴν Γέννησίν του Χριστοῦ, τὰ γενέθλια τοῦ Ἰωάννου. Γέμισε ἀπὸ χαρὰν ὁλόκληρη ἡ κτίσις, καθὼς δέχεσαι τὸν κήρυκα τῆς Σαρκώσεως τοῦ βασιλέως τῶν πάντων. Μακαριστὲ Ἰωάννη, ποὺ εἶσαι μεγαλύτερος ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐνδοξοτέρους προφήτας, ὁ ἐπιφανέστερος τῶν ἀποστόλων, ὁ πιὸ ἀξιοτίμητος ἀπ᾿ ὅλους τοὺς μεγαλομάρτυρας, ὁ κεκοσμημένος μὲ θεῖα κάλλη ἀρχηγὸς τῶν ἐρημιτῶν, ὁ ἠγαπημένος φίλος τοῦ παγκάλου Νυμφίου, ὁ ἡτοιμασμένος λύχνος ὅπου λάμπει τὸ φῶς ἐκεῖνο, ποὺ μὲ λόγια δὲν ἠμπορεῖ νὰ περιγραφῇ, ὁ ἔμπιστος κῆρυξ τοῦ ἀμώμου Ἀμνοῦ, ὁ προσεκτικὸς ἀκροατὴς τῆς πατρικῆς φωνῆς, ὁ φημισμένος Βαπτιστὴς τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἀτρόμητος ἔλεγχος τῆς ἁμαρτίας τοῦ Ἡρώδου, ὁ προάγγελος τῆς ζωῆς γιὰ ὅσους εὐρίσκοντο εἰς τὸν Ἅδην, ἡ σάλπιγξ ποὺ σημαίνει τὰ θεϊκὰ προστάγματα εἰς τὴν οἰκουμένην, μίλησέ μας καὶ τώρα ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὰς ἱερὰς πρεσβείας σου καὶ τὰς εὐχὰς τοῦ μακαριστοῦ πνευματικοῦ πατρός μου καὶ δεῖξον τὴν εὐμένειάν σου εἰς τὸν λαὸν καὶ εἰς τὸ μικρόν σου ποίμνιον ποὺ σὲ ὑμνεῖ, συγχωρῶν ταυτοχρόνως τὸ τολμηρὸν ἐγχείρημα ἑνὸς πτωχοῦ, ποὺ σοῦ τὸ προσφέρει ὄχι ὡς δῶρον, ἀλλ᾿ ὡς ταπεινὸν χρέος καὶ φόρον ποὺ ὀφείλεται ἀπὸ τιποτένιον δοῦλον, ποὺ προσφέρεται ὅμως μὲ πόθον ψυχῆς. Εἰς τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν πρέπει ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, καθὼς καὶ εἰς τὸν Παντοκράτορα Πατέρα καὶ εἰς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012


Ἁγιολόγιον - Ἰούνιος 17


Οἱ Ἅγιοι Μανουήλ, Σαβὲλ καὶ Ἰσμαήλ
Ἦταν καὶ οἱ τρεῖς ἀδέλφια ἀπὸ τὴν Περσία (ὁ πατέρας τους ἦταν πυρολάτρης, ἐνῷ ἡ μητέρα τους χριστιανὴ καὶ τοὺς μετέδωσε τὴ χριστιανικὴ ἀγωγή, ἐνῷ τὴ χριστιανικὴ μόρφωση κάποιος εὐλαβὴς ἱερέας ὀνόματι Εὔνικος), καὶ εἶχαν ἔλθει στὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ κάποια ἀποστολή. Κατὰ τὸ διάστημα τῆς ἐκεῖ παραμονῆς τους, συνέβη νὰ δοῦν στὴ Χαλκηδόνα τὸν αὐτοκράτορα Ἰουλιανό, ποὺ θυσίαζε στὰ εἴδωλα ἐν μέσῳ πομπῆς. Τὸ θέαμα αὐτὸ τοὺς λύπησε πολὺ καὶ ἐξέφρασαν τὴν δυσαρέσκειά τους γιὰ τὸ κράτος, ποὺ ὁ ἡγέτης του γινόταν ἔνοχος τέτοιας ἀσέβειας. Κάποιοι καταδότες ὅμως, ποὺ τοὺς ἄκουσαν, τοὺς κατάγγειλαν στὸν Ἰουλιανό. Αὐτὸς διέταξε ἀμέσως οἱ τρεῖς Πέρσες ν᾿ ἀρνηθοῦν τὸ Χριστό. Ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ μὲ τὴν σειρὰ τοὺς ἀποκρίθηκαν, ὅτι τοὺς ἑαυτούς τους πρὸ πολλοῦ εἶχαν ἀρνηθεῖ, καὶ γιὰ τὸν Ἰησοῦ στὸν ὁποῖο εἶχαν παραδομένη τὴν ψυχή τους, ἦταν ἕτοιμοι νὰ χύσουν γι᾿ Αὐτὸν τὸ αἷμα τους. Τότε ἄρχισε ὁ βασανισμός τους. Διαπέρασαν τοὺς ἀστραγάλους τους μὲ μυτερὸ ἀντικείμενο, καὶ ἔκαψαν τὶς μασχάλες τους μὲ ἀναμμένες λαμπάδες. Κατόπιν τοὺς ἀποκεφάλισαν. Ἀλλ᾿ ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ ἔλθει. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγο ὁ Ἰουλιανὸς ἐξεστράτευσε κατὰ τῶν Περσῶν, σὲ κάποια μάχη, πληρώνοντας γιὰ τὶς ἁμαρτίες του, ἔπεσε νεκρὸς στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας του.

Ὁ Ἅγιος Ἴσαυρος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Βασίλειος, Ἰννοκέντιος, Ἑρμείας, Φιλήκας καὶ Περεγρῖνος
Ὅλοι ἀγωνίστηκαν γιὰ τὸ Χριστὸ στὴν Ἀπολλωνία, ὅταν αὐτοκράτορας ἦταν ὁ Νουμεριανὸς (283-284 μ. Χ.). Οἱ τρεῖς πρῶτοι ἦταν Ἀθηναῖοι καὶ ἀσπάσθηκαν τὴν χριστιανικὴ πίστη ποὺ μὲ τόση θερμότητα εἶχε κηρύξει ὁ Ἀπ. Παῦλος στοὺς ἀρχαίους Ἀθηναίους. Ἀφοῦ συνδέθηκαν ἀδελφικὰ ἐν Χριστῷ καὶ μὲ τοὺς ἄλλους τρεῖς, ὅλοι μαζὶ ἦταν πρότυπο ἐφαρμογῆς τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου, δείχνοντας ἔτσι τὴν μεγάλη ἀγάπη τους σ᾿ Αὐτόν. Ἄλλωστε, ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶπε πὼς θέλει νὰ τὸν ἀγαποῦν αὐτοὶ ποὺ τὸν ἀκολουθοῦν: «Ἐὰν ἀγαπᾶτε με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε». Δηλαδή, ἂν μὲ ἀγαπᾶτε, τηρεῖστε τὶς ἐντολές μου καὶ δεῖξτε ἔτσι ὅτι ἡ ἀγάπη σας γιὰ μένα εἶναι ἀληθινὴ καὶ εἰλικρινής. Ἡ ζωή, λοιπόν, τῶν ἕξι ἀδελφικῶν φίλων, καταγγέλθηκε στὸν ἔπαρχο Τριπόντιο. Αὐτὸς μὲ κάθε τρόπο προσπάθησε νὰ τοὺς κάνει νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Μάταια, ὅμως. Αὐτοὶ ὁμολόγησαν Χριστὸν ἐσταυρωμένον. Τότε τοὺς ὑπέβαλε σὲ μία σειρὰ ἀπὸ σκληρὰ βασανιστήρια. Ἀλλὰ μὲ θαυμαστὸ τρόπο ἔμειναν ἀβλαβεῖς ἀπὸ αὐτὰ καὶ κατόρθωσαν νὰ φέρουν πολλοὺς στὴ χριστιανικὴ πίστη. Τελικά τους ἀποκεφάλισαν.

Ὁ Ὅσιος Ὑπάτιος ὁ ἐν Ῥουφινιαναῖς
Αὐτὸς ὑπῆρξε στὰ χρόνια τῶν βασιλέων Ὀνωρίου καὶ Ἀρκαδίου (395-480) καὶ γεννήθηκε στὴ Φρυγία. Δεκαοκτὼ χρονῶν ἔφυγε ἀπὸ τὴν πατρίδα του καὶ πῆγε στὴ Θρᾴκη, ὅπου ἔγινε μοναχὸς καὶ ἀσκήτευε σὲ κάποιο κοινόβιο. Ἀπὸ τὴν Θρᾴκη, μὲ ἄδεια τοῦ ἡγουμένου του πῆγε στὴ Χαλκηδόνα μὲ συνοδεία δυὸ ἄλλων μοναχῶν καὶ ἐκεῖ βρῆκε τὴν Μονὴ τοῦ Ῥουφίνου ἀκατοίκητη, ἔρημη καὶ ἄγρια. Τότε ὁ Ὑπάτιος, μαζὶ μὲ τοὺς συνοδίτες του, τὴν καθάρισε ἀπὸ τὰ ἀγκάθια καὶ τὰ τριβόλια, ποὺ εἶχαν φυτρώσει ἀπὸ τὴν πολυκαιρία καὶ τὴν ἔκανε κατοικήσιμη. Διότι ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ κτίτορα τῆς Μονῆς Ῥουφίνου, ὁ ὁποῖος καὶ τάφηκε σ᾿ αὐτή, οἱ μοναχοὶ ἐγκατέλειψαν αὐτὴ καὶ ἔτσι ἐρημώθηκε. Στὴ Μονὴ αὐτὴ ὁ Ὑπάτιος, μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχούς, πέρασε ἀρκετὰ χρόνια, ἐργαζόμενος καὶ τρεφόμενος ἀπὸ τὸ ἐργόχειρό του. Ἀλλὰ κατόπιν ἔφυγε καὶ πῆγε πάλι στὸ προηγούμενο κοινόβιό του στὴ Θρᾴκη. Ὅμως, οἱ μοναχοί της Μονῆς Ῥουφίνου, ἦλθαν τὸν ζήτησαν καὶ τελικὰ τὸν πῆραν στὴ Μονή τους σὰν ἡγούμενο. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔζησε μὲ ὁσιότητα καὶ ἔκανε ἀρκετὰ θαύματα ἀπεβίωσε εἰρηνικὰ σὲ βαθιὰ γεράματα. (Περιττῶς ἐπαναλαμβάνεται ἡ μνήμη του, ἀπὸ ὁρισμένους Συναξαριστές, καὶ τὴν 29η Μαΐου).

Ὁ Ἅγιος Φιλονείδης Ἱερομάρτυρας ἐπίσκοπος Κουρίου
Ὑπῆρξε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Διοκλητιανοῦ (284-304) καὶ ἦταν ἐπίσκοπος Κουρίου, πόλη τῆς νότιας Κύπρου. Γιὰ τὸν ἀποστολικό του ζῆλο συνελήφθη μαζὶ μὲ τρεῖς ἄλλους χριστιανοὺς καὶ ῥίχτηκε στὴ φυλακή. Ὅταν οἱ τρεῖς συγκρατούμενοί του - Ἀριστοκλής, Δημητριανὸς καὶ Ἀθανάσιος (+ 23 Ἰουνίου) -πέθαναν μαρτυρικά, νέο διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ, προέτρεπε τοὺς εἰδωλολάτρες νὰ ἀτιμάζουν παρὰ φύση τὰ σώματα τῶν χριστιανῶν. Τότε ὁ Φιλονείδης γιὰ ν᾿ ἀποφύγει τὴν βέβαιη ἀτίμωση, ἔδεσε τὸ κεφάλι του, κάλυψε τὸ πρόσωπο μὲ τὸ ῥοῦχο του καὶ ἔπεσε πρὸς τὰ κάτω, ἀπὸ μέρος ὑψηλό. Ἀλλὰ πρὶν ἀκόμα τὸ σῶμα του φτάσει κάτω στὴ γῆ, ἡ ψυχή του πέταξε στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Οἱ δὲ εἰδωλολάτρες, ὅταν βρῆκαν τὸ σῶμα του νεκρό, τὸ ἔβαλαν μέσα σ᾿ ἕνα σάκκο καὶ τὸ πέταξαν στὴ θάλασσα. Ὁπότε τὸ βρῆκαν στὴν παραλία οἱ πιστοί, τὸ παρέλαβαν καὶ τὸ ἔθαψαν μὲ τιμές. Τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου αὐτοῦ, συνέγραψε ὁ ἐπίσκοπος Ἀρίστων.

Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ ἀναχωρητής
Ὑπῆρξε διάσημος γιὰ τὴν ἐγκράτεια καὶ τὴν ταπεινοφροσύνη του. Γιὰ νὰ ἀποφεύγει τοὺς ἐπαίνους τοῦ κόσμου, ἀποσυρόταν μὲ τοὺς μαθητές του καὶ προσευχόταν καὶ ἔψαλλε. Μὲ τέτοιο πνεῦμα ἀρετῆς, ἀπεβίωσε εἰρηνικά. Γι᾿ αὐτὸν γράφει ὁ Εὐεργετινός.

Ὁ Ὅσιος Πιώρ
Ἡ βιογραφία του βρίσκεται στὸ Λαυσαϊκό. Ἦταν ἀσκητὴς Αἰγύπτιος, ὁ ὁποῖος ἀναχώρησε ἀπὸ τὸ σπίτι του στὴν ἔρημο καὶ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ δεῖ ποτὲ τοὺς γονεῖς καὶ συγγενεῖς του. Μετὰ ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἡ ἀδελφή του, γερόντισσα πιά, ἔμαθε πὼς ζεῖ καὶ παρακάλεσε νὰ τὸν δεῖ μὲ τὴν μεσιτεία τῶν πατέρων τῆς Σκήτης. Τότε ὁ ἀββᾶς Πιώρ, πῆγε στὸ σπίτι της, στάθηκε στὴν πόρτα, χωρὶς νὰ μπεῖ μέσα στὸ σπίτι καὶ μὲ κλειστὰ τὰ μάτια του, συνομίλησαν μὲ τὴν ἀδελφή του. Καὶ χωρὶς νὰ τὴν δεῖ καθόλου, ἔφυγε πάλι στὴν ἔρημο, ὅπου ἀπεβίωσε εἰρηνικά.

Ὁ Ἅγιος Αϊβάν (Πρωτομάρτυς Βρεταννίας)
Λεπτομέρειες γιὰ τὴν ζωὴ αὐτοῦ τοῦ ἁγίου τῆς ὀρθοδοξίας, μπορεῖ νὰ βρεῖ ὁ ἀναγνώστης στὸ βιβλίο «Οἱ Ἅγιοι τῶν Βρεττανικῶν Νήσων», τοῦ Χριστόφορου Κων. Κομμοδάτου, ἐπισκόπου Τελμησσοῦ, Ἀθῆναι 1985.

ΚΥΡΙΑΚΗ Β’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
 ΚΗΡΥΚΕΣ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
                Αμέσως μετά το συμβολικό του βάπτισμα στον Ιορδάνη ποταμό, «υπό Ιωάννου» άρχισε ό Κύριος το έργο Του. Κέντρο της δράσης Του η πόλη της Καπερναούμ. Είναι μαζί Του, ο Πέτρος και οι άλλοι πέντε ακόμη μαθητές του Ιωάννου, για να τον ακολουθήσουν. Όμως, δεν είχαν πλήρη κατανόηση στην σημασία και την σπουδαιότητα της κλήσεώς τους από το Κύριον. Δεν ήταν όσο, έπρεπε έτοιμοι, να εγκαταλείψουν τά πάντα, και να Τον ακολουθήσουν οριστικά. Τά πολυάριθμα θαύματα όμως πού είδαν, και την συναρπαστική διδασκαλία Του, των οποίων έγιναν αυτόπτες μάρτυρες, η καρδία τους έγινε πιο δεκτική, η αγαθή τους διάθεση ενισχύθηκε, και τέλος προετοιμάστηκαν σωματικά και ψυχικά για την αποδοχή τής κλήσεώς τους
Ο παντογνώστης και πάνσοφος Κύριος, εκείνος πού γνωρίζει πότε έιναι η καταλληλότερη στιγμή γία την θεία επέμβασή Του, τοτε μόνο τους καλέί οριστικά και αμετάκλητα, καθώς τά πάντα προς αγαθούς σκοπούς έκανε, καλεί από την θάλασσα της Τιβεριάδος , τους αδελφούς , ψαράδες το επάγγελμα, το Πέτρο και τον Ιωάννη.. οι οποίοι εκείνη την ημέραν «εποίασαν ουδέν»,  και απευθυνόμενος προς αυτούς τους λέει «Δεύτε οπίσω μου, και ποιήσω υμάς αλιείς ανθρώπων».
Είναι ζήτημα , όμως εάν  αυτοί οι απλοί, άνθρωποι, ψαράδες το επάγγελμα, αντιλήφθηκαν στον απλοϊκό τους νου, το βαθύ νόημα των λόγων του Κυρίου. Δηλαδή να αφήσουν τά σύνεργα της ψαρικής, και να πάρουν τά πνευματικά σύνεργα, με τά οποία, θα οδηγήσουν,  ανθρώπους, μέσα από τη γεμάτη τρικυμίες θάλασσα της ζωής και του κόσμου, στον χωρίς κύματα και ασφαλή λιμένα, της βασιλείας του Θεού.
Τώρα, μόνο ένα κατάλαβαν, ότι τους καλούσε, να τον ακολουθήσουν ως μαθητές του. Δεν δίστασαν, καθόλου, και χωρίς χρονοτριβή, «ευθέως αφέντες τά δύκτια, ηκολούθησαν αυτώ», εγκαταλείποντας ακόμα και τον ίδιο τους τον πατέρα. Και αμέσως αρχίζουν το ταξίδι στην Γαλιλαία, βλέποντας τον Κύριον να θεραπεύει θαυματουργικά, τους ασθενείς και τους πάσχοντες, ακούγοντάς τον, ταυτόχρονα, να κηρύττει το Ευαγγέλιο της βασιλείας του Θεού.
«Ήγγικεν, έλεγε, η βασιλεία των ουρανών»,  και το ερώτημα μαθητών και ανθρώπων, ποια και τι είναι ή βασιλεία των ουρανών;. Η απάντηση απλή, και ξεκάθαρη, διά μέσου των αιώνων, ήταν και είναι, η βασιλεία της αγάπης, της ειρήνης, της δικαιοσύνης, καί της αληθινής ελευθερίας. Κύριος και κραταιός βασιλεύς, ο θεάνθρωπος Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Τον προανήγγειλαν οι προφήτες, ζητωκραυγάσθηκε από τον ιουδαϊκό λαό, ομολογήθηκε και από τον ίδιο ακόμα τον Πόντιο Πιλάτο και τον διακήρυξαν «εν Αγίω Πνεύματι», οι Απόστολοι.
Νόμοι της βασιλείας αυτής, είναι το θέλημα του παμβασιλέως Χριστού, όπως, διατυπώθηκε, από τον ίδιο, στα ιερά ευαγγέλια, όπως το εφανέρωσε στους Αποστόλους, και το παρέδωσε ό ίδιος ο Κύριος στην Εκκλησία.
Πολίτες αυτής της βασιλείας, είναι όσοι ελεύθερα , και  απρόσκοπτα, χωρίς βία και εξαναγκασμό, πίστεψαν και πιστεύουν στο θέλημά Του. Σκοπός της, τότε και τώρα, διαχρονικός, ή αναδειξη των ανθρώπων ως τέκνα του Θεού, θεούς κατά χάριν «εκλάμποντας ως ο ήλιος έν τη βασιλεία του πατρός αυτών» (Ματθ. Ιγ’, 43). Εμείς , όμως, αγαπητοί μου αδελφοί, με το άγιο βάπτισμά μας, αυτόματα πολιτογραφηθήκαμε, ως μέλη και πολίτες της.   Μας εκάλεσε, και ζητάει από εμάς, την βαθύτερη μελέτη και καλύτερη συνειδητοποίηση της μεγάλης αυτής κλίσεως.
Και τι πρέπει να κάνουμε γι’ αυτό ; αγαπητοί μου αδελφοί, πρέπει να ζούμε, να συμπεριφερόμαστε, όπως μας επιβάλλει το θέλημα του θεού και Πατρός. Και όλοι εμείς, όσο μικροί και αν είμαστε, συγκρίνοντας τους εαυτούς μας,  σε αντιδιαστολή με το μέγεθος των Αγίων Αποστόλων, καλούμαστε, όλοι μαζί, αλλά, και ό καθένας μας ξεχωριστά, να καλέσουμε και όλους τους άλλους , στο εργασιακό, κοινωνικό, και οικογενειακό μας περιβάλλον, , όσους έχουν κατανοήσει την αξία τους , ως μέλη της βασιλείας των ουρανών, να γίνουμε «αλιείς ανθρώπων» και να οδηγήσουμε αυτούς πού εκφράζουν οι ίδιοι την επιθυμία, να το πράξουν, και φυσικά να τους οδηγήσουμε στο Κύριον και Παμβασιλέα αυτής Ιησούν Χριστόν.

            

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012


ΚΥΡΙΑΚΗ Α’ ΜΑΤΘΑΙΟΥ
ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΝΤΩΝ
(Ματ. ι', 32-33,37-38 & ιθ', 27-30)
κήρυγμα επί του Ευαγγελίου

«Μνήμη δικαίων μετ᾿ ἐγκωμίων» καὶ ἔτσι μνήμη καὶ τιμὴ ἁγίων γίνεται μίμηση ἁγίων. Μὲ πολὺ δισταγμό, ἀδελφοί μου, ἀποφασίζει κανεὶς νὰ μιλήσει στοὺς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας γιὰ τὴν ἁγιότητα. Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι σήμερα μποροῦν ν’ ἀκοῦν γιὰ τὸ Θεό, γιὰ τὴν ἀγάπη, γιὰ τὴν χριστιανικὴ χαρά, για τὰ ἔργα τῆς φιλανθρωπίας.
Ἰδιαίτερα στὶς μέρες μας γιὰ πολλοὺς ὁ χριστιανισμὸς ἔγινε μόνο μιὰ κοινωνικὴ δύναμη ἐγκόσμια καὶ τίποτα περισσότερο, ἀλλὰ νὰ ἀκούσουν γιὰ τὴν ἁγιότητα, γιὰ τὸ καθῆκον τῆς ἁγιότητος, γιὰ τὴν ἀνάγκη ποὺ ἔχουν οἱ καιροί μας νὰ ἀποκτήσουν ἁγίους, δὲν τὸ ἀντέχουν. Θὰ τὸ τολμήσουμε ὅμως σήμερα μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς «πάντων τῶν Ἁγίων» οἱ ὁποῖοι ἀνεδείχθησαν «κανόνας πίστεως» καί, ἀφοῦ ἔζησαν εὐαγγελικῶς στὸν κόσμο, πέτυχαν τὴν θέωση καὶ μακαριότητα.
Ἀδελφοί μου, καὶ μέσα ἀπ᾿ αὐτὴ τὴν γιορτὴ ἡ Ἐκκλησία «τιμᾷ τοὺς προλαβόντας καὶ προτρέπει τοὺς παρόντας» γιὰ μίμηση τῶν ἁγίων, γιατὶ οἱ ἅγιοι παρουσιάζονται ὡς ἐνδιάμεσοι τύποι για τὴν μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἅγιοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ διατηροῦν σὲ ἐνέργεια, ἀνοιχτό, τὸν δρόμο τῆς θεώσεως καὶ μαρτυροῦν γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ μέσα στὸν κόσμο. Οἱ ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας, ὡς μιμητὲς τοῦ Χριστοῦ, ὑπάρχουν ὡς πρότυπα καὶ δεῖκτες ποὺ δὲν προβάλλουν τὸ δικό τους ἐγώ, ἀλλὰ τὸ ἀφανίζουν, γιὰ νὰ φανερωθεί μέσα τους ὁ Χριστός. Οἱ ἅγιοι ζοῦν στὸν κόσμο γιὰ τὸν Θεὸ καὶ διαμορφώνουν τὴν προσωπικότητα τους σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του· «ἅγιοι, γίνεσθε ὅτι Ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Ἀδελφοί, ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Χριστιανοῦ, δεν εἶναι στατικὴ ἀλλὰ δυναμική. Δὲν εἶναι δουλικὴ ἀντιγραφὴ ἀλλὰ προσωπικὴ δημιουργία. Κάθε προσωπική, θετικὴ δημιουργία ὅμως προϋποθέτει τὴν ἀντιγραφή. Ἀντιγράφοντας λοιπὸν τοὺς ἁγίους μας βρίσκουμε «τὸ ἴδιον μέγεθος», ἐπανερχόμαστε στὴν κατὰ φύση ζωὴ καὶ μὲ τὴν θρησκευτικὴ γιορτή, ποὺ ἀποτελεῖ σπουδαία πνευματικὴ καὶ πολιτιστικὴ δύναμη, διασώζουμε τὴν ἰδιαίτερη φυσιογνωμία καὶ ταυτότητά μας, στοιχεῖα ποὺ μᾶς διαφοροποιοῦν πνευματικὰ καὶ πολιτιστικὰ μέσα στὴν οἰκογένεια τῶν ἐθνῶν.
Κάθε γιορτὴ ἁγίου τῆς Ἐκκλησίας ἐκπέμπει ἕνα μήνυμα ποὺ εἶναι πάντα ἐπίκαιρο, γιατὶ προέρχεται ἀπὸ τὸν Χριστὸ τοῦ «χθὲς καὶ σήμερον καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τοῦ Αὐτοῦ». Γι᾿ αὐτὸ καὶ μὲ τὴν «πάλιν καὶ πολλάκις» τέλεση τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, τῆς κατ᾿ ἐξοχὴν μεγάλης γιορτῆς, μυσταγωγεῖται ἡ συντήρηση, ἡ πνευματικὴ προκοπὴ τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἡ ἀνάδειξη καὶ προβολὴ τῶν ἁγίων της. Μέσα ἀπὸ τὴν γιορτὴ τοῦ κάθε ἁγίου ἀποδεικνύεται πόσο θαυμαστὸς εἶναι ὁ Θεός, ὅταν «ἐγείρῃ ἀπὸ γῆς πτωχὸν καὶ ἀπὸ κοπρίας ἀνυψοῖ πένητα» καὶ ὅτι «οὔκ ἐστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία».
Κέντρο λοιπὸν τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων καὶ τῆς κάθε γιορτῆς τους εἶναι ὁ «φανερωθεὶς ἐν σαρκὶ Θεὸς» καὶ αὐτοὶ μαρτυροῦν ὅτι ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι κάποια νεκρὴ φυσιογνωμία τοῦ παρελθόντος ἀλλὰ «ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν καὶ ὁ ἐρχόμενος, ὁ παντοκράτωρ».
Οἱ ἅγιοι ξεπηδοῦν σὰν «τοῦ ποταμοῦ τὰ ὁρμήματα» διασχίζουν τοὺς αἰῶνες, δροσίζουν, ποτίζουν καὶ ξεδιψοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ εὐφραίνουν γῆ καὶ οὐρανό.
Γιορτὴ ἁγίων καὶ μίμηση ἁγίων σημαίνει τιμὴ ἁγίων καὶ ἀκόμα ὅτι ἡ πνευματικὴ προκοπή μας ὡς μελῶν τῆς Ἐκκλησίας πραγματοποιεῖται στὸ μέτρο ποὺ ἐνεργοποιοῦμε τὴν ἔνταξή μας σ᾿ Αὐτόν.
Μίμηση τῶν ἁγίων μας δὲν σημαίνει ἁπλᾶ ἐπιστροφὴ στὸ ἱστορικὸ παρελθὸν τῆς παρουσίας ἐκείνων οὔτε μεταφορά τους ὡς ἀρχαιολογικῶν θησαυρῶν στὸ παρὸν καὶ στὸ μέλλον ἀλλὰ ἀποδοχὴ τῆς παρουσίας τους ὡς μελῶν τοῦ Ἑνιαίου Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀποποίηση, ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν πολύχρωμη καὶ πολύνυχη καὶ πολύμορφη καὶ πολύτροπη ἁμαρτία.
Οἱ χριστιανικὲς γιορτὲς καὶ «οἱ Ἅγιοι Πάντες» εἲναι τὰ γεφύρια ποὺ μᾶς συνδέουν μὲ τὸ χθὲς τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ ὅσοι ἀπὸ μᾶς λησμονοῦμε καὶ δεν τὸ ἀξιοποιοῦμε δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ στεριώσουμε τὰ γεφύρια ποὺ θὰ μᾶς ὁδοιπορήσουν στὸ μακάριο αὔριο.
Ευσεβείς μου χριστιανοί, η σημερινὴ γιορτή, γιορτὴ «πάντων τῶν Ἁγίων» ἂς γίνει ἀφετηρία πνευματικοῦ ἀνεφοδιασμοῦ, πράξεως γιὰ ἡρωϊκὲς ἅγιες ἀποφάσεις. Ἂς προσευχηθοῦμε θερμὰ ὅπως μὲ τὶς ἱκεσίες τους ἀναδειχθοῦμε καὶ ἐμεῖς μιμητές τους «κατὰ τὸν καλέσαντα ἡμᾶς ἅγιον» καὶ «τέλειοι ὥσπερ ὁ πατὴρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς», γιατὶ τότε μόνο δοξάζεται τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀποκαλύπτονται οἱ γιορτές τους φάροι ποὺ φωτίζουν, δρόμοι θεώσεως, ὁδοὶ σωτηρίας, λεωφόροι δόξας καὶ ὁδόσημα ποὺ δείχνουν τὸν Θεό.

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012


Ἱερομόναχος Ἀμβρόσιος Λαυριώτης - Λόγος εἰς τὴν Ἁγίαν Πεντηκοστήν


Πάντα χορηγεῖ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον· βρύει προφητείας, ἱερέας τελειοῖ, ἀγραμμάτους σοφίαν ἐδίδαξεν, ἁλιεῖς θεολόγους ἀνέδειξεν. Ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας. Ὁμοούσιε καὶ ὁμόθρονε, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, Παράκλητε, δόξα σοι.
Μὲ τοὺς λόγους αὐτούς, ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος, συνοπτικὰ ἀλλὰ παραστατικά, ὑπομιμνήσκει καὶ ὑπογραμμίζει, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ πατέρες καὶ ἀδελφοί, τὴν θεολογίαν καὶ πίστιν τῆς ἁγίας ἡμῶν ἐκκλησίας τὴν σχετικὴν μὲ τὸ τρίτον πρόσωπον τῆς Παναγίας Τριάδος, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα.
Αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν πίστιν ἠθέλησεν ἡ μήτηρ ἡμῶν Ἐκκλησία νὰ διατρανώσει καὶ νὰ προβάλει ὁρίζοντας τὴν σημερινὴν ἡμέραν, ὡς ἡμέραν ἀφιερωμένην εἰς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα. Βεβαίως, ἡ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς καὶ ἡ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν οὐσιαστικῶς μίαν συνεχῆ καὶ ἑνιαίαν ἑορτήν, καθότι καὶ κατὰ τὰς δύο ταύτας εὐσήμους ἑορτὰς τιμῶμεν καὶ πανηγυρίζομεν τὸ Πανάγιον Πνεῦμα καὶ συγχρόνως τὸν Πανάγιον Τριαδικὸν Θεόν.
Δέν εἶναι βεβαίως, δυνατόν, εἰς τὰ πλαίσια τῆς παρούσης παναγύρεως, νὰ ἀναλύσωμεν λεπτομερῶς τὴν διδασκαλίαν καὶ θεολογίαν τῆς Ἐκκλησίας τὴν σχετικὴν μὲ τὴν θεότητα τοῦ Παναγίου Πνεύματος, διότι τὸ μυστήριον τῆς θεότητος εἶναι «ἀκατάληπτον καὶ ἄπειρον» κατὰ τὸν ἅγιον Γρηγόριον τὸν Θεολόγον, πολλῷ μᾶλλον ὅτι τὰ χρονικὰ ὅρια εἶναι, ἐμφανῶς στενά.
Οἱ Πατέρες τῆς ἐκκλησίας διεξοδικῶς ἐθεολόγησαν περὶ τοῦ Παναγίου Πνεύματος καὶ καλὸν εἶναι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ νὰ μελετῶμεν τοὺς θεοπνεύστους λόγους τῶν ἁγίων Πατέρων, γιὰ νὰ κατανοήσωμεν, ἔστω καὶ μερικῶς, τὰ περὶ Αὐτοῦ.
Ὅμως, ὅπως κάθε ἑορτὴ ἔτσι καὶ ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχει ὡς σκοπὸν νὰ προβάλλει μερικὲς θεολογικὲς ἀλήθειες καὶ νὰ ἐνισχύσει τὴν πίστη τῶν Χριστιανῶν.
Ἡ παροῦσα ἑορτὴ σκοπὸν ἔχει νὰ τονίσει τὸ γεγονὸς τῆς ἐπιδημίας-παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ ζωὴ τῆς ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμόν».
Στοχεύει νὰ καταδείξει τὴν σημασίαν Αὐτοῦ γιὰ τὸν κάθε πιστό, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ ἅγιον Βάπτισμα ἔγινε δοχεῖον τοῦ Παναγίου Πνεύματος, καὶ μέλος τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπέκτησεν τὴν χάριν τῆς θείας υἱοθεσίας. Ἔτσι ὁ Παράκλητος ἐργάζεται στὸν κάθε πιστὸ προσωπικῶς τὸ μυστήριο τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Ἡ ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δηλώνει τὴν παρουσία Του μέσα στὴν Ἐκκλησία. Ὅ,τι συντελεῖται καὶ τελεσιουργεῖται μέσα στὴν Ἐκκλησία ἀρχίζει μὲ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὴν γενέθλιον ἡμέραν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ πραγματοποιεῖται μὲ τὴν μυστικὴ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύμάτος.
Ἐκεῖνο, ποὺ ἐπιθυμοῦμε νὰ ὑπενθυμίσουμε καὶ νὰ ὑπογραμμίσουμε εἶναι ἡ σημασία ποὺ ἔχει διὰ τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὸν κάθε πιστὸ ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν καθημερινή του ζωή.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μᾶς διδάσκουν ὅτι σκοπὸς τῆς ζωῆς ἑκάστου πιστοῦ εἶναι ἡ ἀπόκτησις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ Θέωσις. Ἡ ἀπόκτησις τῆς χάριτος Αὐτῆς δὲν πραγματοποιεῖται μὲ τὴν τήρησιν μερικῶν ἐντολῶν. Ἡ χάρις ἀποκτᾶται μὲ τὴν ἐργασία πασῶν τῶν θείων ἐντολῶν καὶ κυρίως, μὲ τὴν θείαν συναντίληψιν καὶ ἀρωγήν.
Ὁ ἅγιος Συμεών, ὁ Νέος Θεολόγος, διδάσκει ὅτι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀγαπᾷ τὸν Θεὸν καὶ φυλάσσει τὶς ἐντολὲς Του, ἐνδύεται τὴν χάριν τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ περιβάλλεται ἀπὸ τὴν σωστικὴ ἐνέργειά Του.
Μόνον ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κάμνει τὸν ἄνθρωπον νὰ περιφρονεῖ τὰ ἐπίγεια καὶ νὰ προσβλέπει καὶ ἐπιποθεῖ τὰ ἐπουράνια.
Διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γράφει ὁ Μ. Βασίλειος, συντελεῖται ἡ ἄνοδός μας στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐπάνοδος στὴ θεία υἱοθεσία καὶ ἡ δυνατότητα νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ, νὰ μετάσχουμε τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἀπολαύσουμε ἀπὸ τὸν Θεὸ κάθε εὐλογίας.
Συμπερασματικά, μποροῦμε νὰ ὁμολογήσουμε ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἡ πηγὴ τοῦ ἁγιασμοῦ καὶ κάθε εὐλογίας καὶ χάριτος ἐντὸς τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι ἡ ζωογόνος ἀρχὴ τοῦ μυστικοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Μὲ τὴν χάρι τοῦ Παναγίου Πνεύματος συγκροτεῖται ὁ ὅλος θεσμὸς τῆς Ἐκκλησίας, τελειοῦνται οἱ ἱερατικοί της βαθμοὶ καὶ τὰ σωστικὰ της μυστήρια, μοιράζονται οἱ διακονίες καὶ τὰ πνευματικά της λειτουργήματα. Τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Στὴ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος συνέχονται καὶ ζωογονοῦνται τὰ σύμπαντα.
Γι᾿ αὐτὸ ἐν κατανύξει ἂς ἐπαναλάβουμε τὴν ὡραίαν ἱκετήριον προσευχήν.
Βασιλεῦ οὐράνιε Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγὸς ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος καὶ σῶσον Ἀγαθὲ τὰς ψυχὰς ἡμῶν. Ἀμήν. Γένοιτο.
Εὔχομαι εἰς ὅλους χρόνια πολλὰ καὶ ἡ Χάρις τοῦ Κυρίου εἴη μετὰ πάντων ἡμῶν.