Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2013


π. Συμεών Κραγιόπουλος: Ομιλία την Κυριακή προ των Χριστουγέννων

Ο Θεός όλα τα βάζει μέσα στο σχέδιό του

 

Κυριακή προ της Χριστού Γεννήσεως σήμερα και εορτή πάντων των απ΄ αιώνος Θεώ ευαρεστησάντων, από Αδάμ έως και Ιωσήφ του μνήστορος. Κάθε χρόνο αυτή την ημέρα, αυτή την Κυριακή, ως ευαγγελική περικοπή ακούμε αυτόν τον κατάλογο των ονομάτων από τον Αβραάμ μέχρι και τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Παναγίας. Όλοι λίγο-πολύ γνωρίζουμε ότι όλοι αυτοί που αναφέρονται σ' αυτόν τον κατάλογο, και που είναι το γενεαλογικό δένδρο του Κυρίου, δεν είναι άγιοι, αλλά οι περισσότεροι είναι συνηθισμένοι άνθρωποι με πτώσεις, με αμαρτίες. Αναφέρονται και δυό, τρεις γυναίκες.


Από την πλευρά βέβαια των ανθρώπων τα πράγματα πήγαν όπως πήγαν, όμως ο Θεός είχε το σχέδιό του, είχε το πρόγραμμά του, και ό,τι κι αν ήταν οι άνθρωποι, τελικά ο Θεός έκανε εκείνο που ήθελε να κάνει. Ο Ιακώβ γέννησε τον Ιωσήφ, τον μνήστορα της Μαρίας, «εξ ης εγεννήθη Ιησούς ο λεγόμενος Χριστός». Στο τέλος τέλος εμφανίσθηκε η Παναγία, από την οποία γεννιέται ο Χριστός. Τα πράγματα δηλαδή έφθασαν, οδηγήθηκαν, εκεί που ήθελε ο Θεός. Εγεννήθη ο Χριστός, έγινε άνθρωπος.

 

Θα έλεγε κανείς ότι κάπως έτσι συμβαίνει και με τον κάθε άνθρωπο, διότι η ανθρωπότητα είναι και ως ένας άνθρωπος. Κάπως έτσι συμβαίνει και με τον κάθε χριστιανό, ο οποίος τελικά μπαίνει στο σχέδιο του Θεού, μπαίνει στη βουλή του Θεού, μπαίνει στον δρόμο του Θεού. Μπορεί να περάσει κανείς από πολλές διακυμάνσεις. Να πέσει, να σηκωθεί, και να μοιάζει ο δρόμος του περίπου με αυτόν τον μακρύ δρόμο όλων αυτών των Προπατόρων του Κυρίου. Εάν ρίξει κανείς μια ματιά στο παρελθόν του, στην όλη ζωή του, θα δει πολλά: και καλά και μη καλά και παράξενα. Θα δει πολλά τα οποία, τότε που γίνονταν, φαίνονταν ότι δεν είχαν καμιά σημασία, όμως όλα ο Θεός τα βάζει μέσα στο σχέδιό του, μέσα στον δρόμο αυτό και ο Θεός, εφόσον βέβαια δεν αντιδρά και εφόσον συγκατατίθεται η ψυχή, την οδηγεί στο τέλος.


Στο τέλος περίπου η καθεμιά ψυχή γίνεται Παναγία, εξ ης γεννιέται ο Χριστός. Διότι μέσα στην ψυχή του καθενός, του κάθε χριστιανού, τελικά πρέπει να γεννηθεί ο Χριστός. Όχι απλώς ο άνθρωπος να λύσει τα προβλήματά του, όχι απλώς να γίνει ένας καλός άνθρωπος, αλλά να κυοφορήσει τον Χριστό, να γεννήσει τον Χριστό. Θα έλεγε κανείς ότι ο σκοπός μας αυτός είναι.

Ή, αν θέλετε, ο σκοπός της σαρκώσεως του Χριστού είναι να αξιωθεί ο καθένας, ο κάθε άνθρωπος, να δεχθεί μέσα του τον Χριστό, και να γεννηθεί εξ αυτού ο Χριστός. Δηλαδή η όλη ζωή του ανθρώπου να είναι όχι απλώς ζωή καλού ανθρώπου, αλλά ζωή Χριστού.

Ο σκοπός των εορτών

 

Ο κατάλογος των ονομάτων που αναφέρεται στην ευαγγελική περικοπή αυτή την ημέρα και που είναι το γενεαλογικό δένδρο του Χριστού μας ενθαρρύνει όλους. Άσχετα ποιά είναι η προϊστορία μας, άσχετα τι μας συνέβη, ακόμη, αν θέλετε, και τι θα συμβεί, εάν τελικά μείνουμε στον Χριστο - ό,τι κι αν συμβεί, εμείς επιστρέφουμε στον Χριστό, μετανοούμε, αυτόν ζητούμε, αυτόν θέλουμε, γι' αυτόν ζούμε-, αρχίζουμε και σιγά σιγά συνειδητοποιούμε τον σκοπό μας. Όπως, όσο πλησίαζαν οι ημέρες του ερχομού του Χριστού, όλο και περισσότερο συνειδητοποιούσε αυτός ο λαός ότι έρχεται ο Μεσσίας, έτσι ακριβώς και εμείς συνειδητοποιούμε τον σκοπό μας.

Τελικά, ό,τι και να γίνει, ο Κύριος θα μας αξιώσει να μορφωθεί μέσα μας, όπως λέει ο απόστολος Παύλος. Θα μας αξιώσει να γίνουμε κατάλληλοι να κατοικήσει μέσα μας, να μείνει μαζί μας, να μείνουμε μαζί του. Όχι για λίγο καιρό, όχι, αν θέλετε, σ' όλη μας τη ζωή αλλά στον αιώνα τον άπαντα.

Αυτός είναι ο σκοπός αυτών των ημερών, αυτός είναι ο σκοπός που κι αυτή την ώρα είμαστε εδώ στον ναό. Αυτός είναι ο σκοπός που γίνονται όσα γίνονται πάνω στη γη από μέρους του Θεού μέσα στην Εκκλησία. Αυτός είναι ο σκοπός που είμαστε χριστιανοί, και αυτό κατά βάθος ζητάει η ψυχή μας: να ενωθεί με τον Θεό, με τον πλάστη, με τον δημιουργό της. Να ενωθεί από εδώ δια της πίστεως, δια των έργων, να ενωθεί εν μυστηρίω. Να γεννηθεί μέσα μας ο Χριστός, να ζήσει κανείς εν Χριστώ, να ζήσει εν αυτώ ο Χριστός, να φύγει απ΄ αυτόν τον κόσμο με τον Χριστό και να ζήσει αιώνια με τον Χριστό.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013


  Άγιος Διονύσιος Αιγίνης ο εκ Ζακύνθου

Άγιος Διονύσιος Αιγίνης ο εκ Ζακύνθου



Άγιος Διονύσιος Αιγίνης ο εκ Ζακύνθου

Video

Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε το 1547 στο χωριό Αιγιαλός της Ζακύνθου. Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Δραγανίγος ή Γραδενίγος Σιγούρος. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και κατείχε μεγάλη έκταση γης, ενώ απέκτησαν και αριστοκρατικό αξίωμα συμμετέχοντας στους πολέμους των Βενετών κατά των Τούρκων. Ο πατέρας του λεγόταν Μώκιος και η μητέρα του Παυλίνα, ενώ είχε άλλα δύο αδέλφια τον Κωνσταντίνο και τη Σιγούρα. Σύμφωνα με τοπικές παραδόσεις της Ζακύνθου, που δεν επιβεβαιώνονται ιστορικά, ο Άγιος είχε για ανάδοχο τον Άγιο Γεράσιμο. Από μικρή ηλικία, η οικογένειά του, του παρείχε χριστιανική ανατροφή ενώ είχε προσλάβει και ένα δάσκαλο ονόματι Καιροφυλά ώστε να μεταδώσει στον μικρο Δραγωνίγο τόσο γνώσεις για τη θύραδεν παιδεία, όσο και για τα «εκκλησιαστικά γράμματα». Δεν γνωρίζουμε εν συνεχεία ποιοι διετέλεσαν δάσκαλοι του, όμως οπωσδήποτε απέκτησε σημαντική μόρφωση, αφού πέραν των ελληνικών και ιταλικών είχε εξαιρετικό χειρισμό της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γλώσσας, ενώ μια διασωθείσα επιστολή με υπομνηματισμούς πάνω στον Γρηγόριο το Θεολόγο, αναδεικνύει την ευρεία θεολογική μόρφωση που είχε ήδη αποκτήσει.

Σε ηλικία 20 ετών και μετά το τέλος της ζωής των γονιών του, όπως αυτό προκύπτει από τη δωρεά όλης της περιουσίας στον αδελφό του με ιδιαίτερη μνεία για την αποκατάσταση της αδελφής του, αποφασίζει να εισέλθει στο μοναχικό σχήμα. Η κλίση ήδη είχε διαφανεί από μικρή ηλικία καθότι ακολουθούσε ασκητικό βίο βασισμένο πάνω στην ορθόδοξη πατερική πράξη. Ο ίδιος παρότι πλούσιος αποφάσισε να εισέλθει στο μοναχισμό και εκάρη στη μονή Στροφάδων, νότια της πόλης της Ζακύνθου, παίρνοντας το όνομα Δανιήλ. Έτσι αφιερώθηκε στην προσευχή, την μελέτη των γραφών, διάγοντας ασκητικό βίο. Σύντομα μάλιστα φάνηκε και η πνευματική πρόοδός του, με αποτέλεσμα 2 έτη αργότερα να γίνει ηγούμενος της μονής.

Ένα έτος αργότερα ο Διονύσιος, θα χριστεί ιερέας παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις λόγω της βαριάς ευθύνης της ιεροσύνης, από τον επίσκοπο Κεφαληνίας και Ζακύνθου, Θεόφιλο. Το 1577 όμως θέλησε να πάει να στους Αγίους Τόπους. Περνώντας από την Αθήνα θέλησε να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικάνορα. Ο Νικάνορας όμως εντυπωσιάστηκε από την παιδεία, την μόρφωση και τη στωικότητα του Αγίου και θέλησε να τον προάγει στο επισκοπικό αξίωμα της επισκοπής Αιγίνης, που βρισκόταν σε χειρία. Έτσι έγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία υπέρ της υποψηφιότητος του Δανιήλ. Ο Ιερεμίας συναίνεσε τελικά και ο Άγιος εχρίσθη επίσκοπος Αιγίνης λαμβάνοντας το όνομα Διονύσιος. Το έργο που επιτέλεσε στο νησί της Αίγινας ήταν σημαντικό τόσο από ποιμαντικής απόψεως όσο και στην ανακούφιση των καταπονημένων και φτωχών.

Το 1579 όμως υποχρεώθηκε σε παραίτηση. Ο ασκητικός βίος σε σύνθεση με το διαρκές άοκνο έργο, καταπόνησαν την υγεία του, με αποτέλεσμα να αποστείλει επιστολή τόσο στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιερεμία όσο και τον Μητροπολίτη Αθηνών Νικάνορα με την παραίτησή του και την ταυτόχρονη βούλησή του να επιστρέψει στην Ζάκυνθο. Ο Ιερεμίας όμως δεν ήθελε να μείνουν αναξιοποίητες οι ικανότητες του Διονυσίου και έτσι τον έχρισε χωρεπίσκοπο Ζακύνθου. Η έντονη δραστηριότητα όμως στην Ζάκυνθο, προκάλεσε την επιβουλή του επισκοπικού περιβάλλοντος, ίσως δε και του ίδιου του επισκόπου, με αποτέλεσμα να καταγγελθεί για υπέρβαση εξουσίας, στον ηγεμόνα του νησιού Νικόλαο Δαπόντε. Ο Δαπόντε ζήτησε την παραίτηση του Διονυσίου, κάτι που ο ίδιος δέχτηκε ώστε να μην προκληθούν σχίσματα και εντάσεις.

Οι οικογένειες Σιγούρου και Μονδίνου από διασωθέντα έγγραφα που ανάγονται στα αρχεία της Βενετίας, φαίνεται να είχαν θανάσιμο μίσος. Συμπλοκές μεταξύ των δυο οικογενειών συνέβαιναν διαρκώς. Σε μια από αυτές ο αδελφός του Αγίου, Κωνσταντίνος, δολοφονήθηκε και στην προσπάθεια να διαφύγει ο δολοφόνος του Κωνσταντίνου, αναζήτησε καταφύγιο στο μοναστήρι που βρισκόταν ο Άγιος, χωρίς όμως να γνωρίζει τη συγγένεια.

 Όταν ο δολοφόνος έφτασε στη Μονή, ερωτήθη από τον Διονύσιο, γιατί ζητεί καταφύγιο, αφού κανονικά δεν επιτρέπετο να εισέλθει. Ο ίδιος απάντησε πως τον κυνηγούσαν οι Σιγούροι, ενώ μετά από διαρκείς ερωτήσεις ομολόγησε πως δολοφόνησε τον Κωνσταντίνο Σιγούρο. Ο Διονύσιος παρά τη θλίψη του, όχι μόνο έκρυψε τον δολοφόνο αλλά και τον φυγάδευσε. Έτσι με αυτόν τρόπο κατάφερε να αποτρέψει ένα ακόμα έγκλημα και ταυτόχρονα να δώσει τη δυνατότητα μετανοίας στον δολοφόνο, παρά την πικρία για το χαμό του αδελφού του, δίνοντας ένα παράδειγμα συγχωρητικότητας και υψηλής εφαρμογής των Χριστιανικών ιδεωδών.

Ο Άγιος Διονύσιος κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε αποσυρθεί στο μοναστήρι της Θεοτόκου της Αναφωνήτριας. Πολύς κόσμος τον επισκέπτετο για να λάβει συμβουλές αλλά και να εξομολογηθεί. Τελικά εκοιμήθει σε ηλικία 75 ετών, στις 17 Δεκεμβρίου του 1622, με τελευταία του επιθυμία να ταφεί στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Στροφάδων, οπού και χειροτονήθηκε ιερέας. Τρία έτη μετά εξετάφη και το λείψανό του και στην ανακομιδή παρεδόθη ακέραιο όπως και παραμένει μέχρι και σήμερα, εκτιθέμενο στο ναό του αγίου στην Ζάκυνθο.

Η αγιότητά του αναγνωρίσθηκε από το οικουμενικό πατριαρχείο το 1703, αλλά στο νησί ένεκα του βίου του, αλλά και του λειψάνου του ετιμάτο ως άγιος αρκετά νωρίτερα.



πολυτίκιον. χος α'. Το λίθου σφραγισθέντος.
Τῆς Ζακύνθου τὸν γόνον καὶ Αἰγίνης τὸν πρόεδρον, τὸν φρουρὸν Μονῆς τῶν Στροφάδων, Διονύσιον ἅπαντες, τιμήσωμεν συμφώνως οἱ πιστοί, βοῶντες πρὸς αὐτὸν εἰλικρινῶς· σαῖς λιταῖς τοὺς τὴν σὴν μνήμην ἐπιτελοῦντας, σῷζε καὶ βοῶντάς σοι· Δόξα τῷ σὲ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σὲ θαυμαστώσαντι, δόξα τῷ δωρησαμένῳ σε ἡμῖν, πρέσβυν ἀκοίμητον.

 

Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2013



ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟΠΑΤΟΡΩΝ, Αποστ. Ανάγνωσμα: Κολ. Γ΄, 4 – 11 (11-12-2011)


Ρένου Κωνσταντίνου, θεολόγου

Πρωτότυπο Κείμενο

Όταν ο Χριστός φανερωθή, η ζωή ημών,τότε ημείς συν αυτώ φανερωθήσεσθε εν δόξη. Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επι της γής, πορνείαν, ακαθαρσίαν, πάθος, επιθυμίαν κακήν, και την πλεονεξίαν , ητίς εστίν ειδωλολατρία, δι α έρχεται η οργή του Θεού επι τους υιούς της απειθείας, εν οις και υμείς περιεπατήσατε ποτε, ότε εζήτε εν αυτοίς˙νυνί δε απόθεσθε και υμείς τα πάντα, οργήν θυμόν , κακίαν ,βλασφημίαν , αισχρολογίαν εκ του στόματος υμών˙μη ψεύδεσθε εις αλλήλους, απεκδυσάμενοι τον παλαιόν άνθρωπον συν ταις πράξεσιν αυτού και ενδυσάμενοι τον νέον τον ανακαινούμενον εις επίγνωσιν κατ΄ εικόνα του κτίσαντος αυτόν , όπου ουκ  ένι Έλλην και Ιουδαίος,περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος,ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός.

Απόδοση στη Νεοελληνική

Όταν ο Χριστός, που είναι η αληθινή ζωή μας, φανερωθεί , τότε κι εσείς, στην παρουσία του, θα φανερωθείτε μαζί του δοξασμένοι. Απονεκρώστε, λοιπόν , ότι σας συνδέει με το αμαρτωλό παρελθόν: Την πορνεία, την ηθική ακαθαρσία, το πάθος, την κακή επιθυμία και την πλεονεξία, που είναι ειδωλολατρία. Για όλα αυτά θα πέσει οργή του Θεού πάνω σ΄
εκείνους που δεν θέλουν να πιστέψουν. Σ΄ αυτούς ανήκατε άλλοτε κι εσείς , όταν αυτά τα πάθη δυνάστευαν τη ζωή σας. Τώρα όμως πετάξτε τα όλα αυτά από πάνω σας :την οργή , το θυμό, την πονηρία, την κακολογία και την αισχρολογία. Μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλον, αφού βγάλατε από πάνω σας τον παλαιό αμαρτωλό εαυτό σας με τις συνήθειες του, και ντυθήκατε τον καινούριο άνθρωπο , που ανανεώνεται συνεχώς σύμφωνα με την εικόνα του δημιουργού του, ώστε με τη νέα ζωή
  του να φτάσει στην τέλεια γνώση του Θεού. Σ΄ αυτή τη νέα κατάσταση δεν υπάρχουν πια εθνικοί και Ιουδαίοι, περιτμημένοι κι απερίτμητοι, βάρβαροι, Σκύθες, δούλοι, ελεύθεροι˙του Χριστού είναι όλα και ο Χριστός είναι σε όλα.

Σχολιασμός

Το γεγονός της θείας Ενανθρωπήσεως αποτελεί τον πιο μεγάλο σταθμό Θείας Οικονομίας. Είναι κορύφωση του σχεδίου της Θείας Οικονομίας. Η γέννηση του Θεανθρώπου υπερβαίνει την ανθρώπινη λογική και προκαλεί το θαυμασμό και τη δοξολογία των ανθρώπων. Τα Χριστούγεννα μαζί με την εορτή του Πάσχα αποτελούν τους δύο μεγάλους πόλους γύρω από τους οποίους στρέφεται το λειτουργικό έτος. Το Πάσχα είναι το κέντρο και το θεμέλιο των κινητών και τα Χριστούγεννα η κορωνίδα των ακινήτων εορτών. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ονομάζει την εορτή των Χριστουγέννων μητρόπολη των εορτών.

Η προπαρασκευαστική Κυριακή πριν απο τα Χριστούγεννα αρχικά ήταν μία, αργότερα όμως διαιρέθηκε σε δυο, την Κυριακή των Προπατόρων και την Κυριακή προ της Χριστού γεννήσεως. Η Κυριακή των προπατόρων έχει σκοπό να προβάλει και να τιμήσει τούς κατά σάρκα προγόνους του Χριστού. Ιδιαίτερη δε τιμή αποδίδεται στον πατριάρχη Αβραάμ.

Γιατί όμως έχει επιλεγεί απο την Εκκλησία μας η συγκεκριμένη αποστολική περικοπή για την Κυριακή των Προπατόρων; Διότι το περιεχόμενο της περικοπής ταιριάζει άριστα με τους στόχους της προεόρτιας αυτής περιόδου, την πνευματική προετοιμασία δηλαδή των πιστών για την ερχόμενη μεγάλη γιορτή. Η στιγμή της εισόδου και πλήρους μετοχής μας στη θεία ζωή είναι η «φανέρωση» του Χριστού, δηλαδή η δεύτερη και ένδοξη παρουσία του.

Ας εξετάσουμε όμως με συντομία το περιεχόμενο και το νόημα του αποστολικού αναγνώσματος. Όταν θα φανερωθεί ο Χριστός, κατά τη Δευτέρα και ένδοξη Παρουσία Του, όπως ο θείος Απόστολος Παύλος αναφέρει, τότε κι εμείς θα φανερωθούμε μαζί του (στίχος 4). Πως θα φανερωθούμε; «Εν δόξη», απαντά ο Απόστολος. Θα μετέχουμε και εμείς της δόξης του Χριστού. Μάλιστα ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει το Χριστό ως τη «ζωή ημών». Ο Χριστός είναι η ζωή των πιστών, είναι ο Ζωοδότης Κύριος. Έδωσε ζωή στα σύμπαντα και στους πρωτοπλάστους και με την Ενανθρώπιση Του αναγέννησε και ζωοποίησε τον πεπτωκότα άνθρωπο.

Η είσοδος των πιστών στην Εκκλησία με το βάπτισμα τους σημαίνει, ότι πέθαναν μαζί με τον Χριστό και αναστήθηκαν μαζί του, έχοντας την κλήση και τη χαρισματική δυνατότητα να ζήσουν μια νέα ζωή. Θεμελιώδες γνώρισμα αυτής της ζωής είναι η νέκρωση των διαφόρων παθών. Ως εκ τούτου ο Απόστολος των εθνών συνιστά τη νέκρωση «των μελών των επί της γης». Κάτω από τη διατύπωση αυτή του Παύλου οφείλουμε να εννοήσουμε είτε τα μέλη του σώματος, όταν αυτά μεταβάλλονται σε όργανα του παλαιού - πεπτωκότος ανθρώπου και των εμπαθών επιθυμιών του, είτε τα αμαρτήματα που ο άνθρωπος ενεργεί μέσω των μελών του και τα οποία ονομάζει «επί της γης».

Για να γίνει αυτό σαφέστερο ο Απόστολος προχωρεί στην απαρίθμηση πέντε συγκεκριμένων αμαρτημάτων, πού σχετίζονται με το ανθρώπινο σώμα. Σαν πρώτο αμάρτημα της σαρκός ο Παύλος αναφέρει την «πορνεία». Σαν δεύτερο αναφέρει την  «ακαθαρσία», που και αλλού αναφέρεται μαζί με την πορνεία. Η πορνεία και η ακαθαρσία είναι η ηθική ρυπαρότητα. Εννοούνται βασικά εδώ τα πάθη και αμαρτήματα της σαρκός. Ο Μ. Βασίλειος μάλιστα παρατηρεί πως τα διάφορα είδη των σαρκικών παθών τα δίδαξαν στους ανθρώπους οι δαίμονες. Το τρίτο αμάρτημα στη σειρά είναι το «πάθος» . Σύμφωνα με τον Ευθύμιο Ζιγαβηνό ως «πάθος» θα πρέπει να εννοήσουμε την αμαρτία γενικότερα.  Ακολουθεί η «κακή επιθυμία», που  είναι ό,τι ενσπείρει στην καρδιά του ανθρώπου η ελκτική δύναμη της αμαρτίας. Ως τελευταία αμαρτωλή εκδήλωση μνημονεύεται η «πλεονεξία», η οποία και χαρακτηρίζεται σαν ειδωλολατρία. Πλεονεξία είναι η άμετρη και ασυγκράτητη προσκόλληση της καρδιάς του άνθρωπου στα υλικά αγαθά του παρόντος κόσμου. Η υπέρμετρη και άλογη αγάπη και προσκόλληση του ανθρώπου στο χρήμα και τα υλικά αγαθά, αποτελεί ουσιαστικά μια μορφή ειδωλολατρίας. Αυτό επισημαίνει και αποδέχεται σύμπασα η Πατερική παράδοση και γραμματεία.

Για τα αμαρτήματα που προανέφερε, στην συνέχεια ο Παύλος διδάσκει ότι προκαλούν την οργή του Θεού (στίχος 6). Οι «υιοί της απειθείας», στους οποίους έρχεται η θεία οργή, είναι εκείνοι πού καταδυναστεύονται από τα πάθη που μνημόνευσε στον στίχο 5.

Τους ονομάζει δε «υιούς της απειθείας» επειδή παραγκωνίζουν και παραγνωρίζουν, ενώ γνωρίζουν τις εντολές του Θεού. Δεν αμαρτάνουν απο άγνοια, αλλά ηθελημένα. Η οργή του Θεού, που υπενθυμίζει ο Απόστολος και σε άλλες περιπτώσεις, είναι «μέλλουσα». Ωστόσο, πολλές φορές η οργή του Θεού ξεσπά και κατά τον παρόντα αιώνα. Η σαρκολατρεία καταστρέφει  ολόκληρους λαούς.  Ας θυμηθούμε εδώ απο την Γραφή τον κατακλυσμό επί εποχής του Νώε και τα Σόδομα και τα Γόμορα, τα οποία ο Θεός κατέστρεψε. Ουσιαστικά οι ίδιοι οι άνθρωποι αυτοκαταστρέφονται, αφού απομακρύνονται απο την όντως Ζωή, δηλαδή το Θεό. Αφήνουν τα πάθη να γίνουν για αυτούς δεύτερη φύση, δίνοντας έτσι δικαιώματα στο διάβολο. Αναφέραμε τον κατακλυσμό του Νώε και τα Σόδομα και τα Γόμορα, όπου η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική. Όταν όμως υπάρχουν περιθώρια για αλλαγή πορείας, δηλαδή για μετάνοια, τότε έρχεται η οργή του Θεού ως αφύπνιση, για να τους ξυπνήσει από τον λήθαργο της αμαρτίας και να τους οδηγήσει σε μετάνοια. Στο στίχο 7 ο Παύλος υπενθυμίζει στους Κολοσσαείς ότι κι αυτοί παλαιότερα, όταν ακόμη άνηκαν στην τάξη, των εθνικών και δεν είχαν πιστέψει στον Χριστό, ζούσαν υποταγμένοι στα αμαρτήματα πού προανέφερε. Τώρα όμως οι Κολοσσαείς κλήθηκαν απο το Θεό να ζήσουν μια νέα ζωή, η οποία συνίσταται στην απαλλαγή απο την τυρρανία των παθών και της αμαρτίας.

Στον στίχο 5 ο Απόστολος συνέστησε την απαλλαγή από δύο ιδιαίτερα τυραννικά πά¬θη: την επιθυμία της σαρκός και την επιθυμία του πλούτου. Στον στίχο 8 έρχεται να υποδείξει την αποφυγή και άλλων  αμαρτημάτων. Οι Κολοσσαείς προτρέπονται να πετάξουν από πάνω τους «τα πάντα», τα πάθη δηλαδή που στη συνέχεια απαριθμούνται. Πρόκειται για μια νέα πεντάδα αμαρτημάτων. Το πρώτο που αναφέρει ο Παύλος είναι η οργή. Ανάλογο πάθος είναι και ο θυμός, που ο άγιος Νείλος ονομάζει «κίνησιν δαιμονιώδη». «Κακία» είναι η μνησι¬κακία, πάθος σκοτεινό που δηλητηριάζει την καρδιά. Η «βλα¬σφημία», σημαίνει την κακολογία, τις λοιδορίες και τις ύβρεις εναντίων εκείνου που τυχόν λύπησε ή έβλαψε κάποιον.

 

Τελευταίο αμάρτημα αναφέρεται η «αισχρολογία», δηλαδή οι άσεμνοι και αισχροί λόγοι.

Ένα άλλο αμάρτημα, του όποιου την αποφυγή παραγ¬γέλλει στη συνέχεια ο Απόστολος (στίχος 9), είναι το ψεύδος «εις αλλήλους». Το ψεύδος αναιρεί την αγάπη και κλονίζει την εμπιστοσύνη που αποτελούν τη συνεκτική δύναμη, η οποία συνενώνει τα μελή της Εκκλησίας μεταξύ τους. Γενικά ο απόστολος Παύλος μας καλεί να απεκδυθούμε τον παλαιό άνθρωπο της αμαρτίας.

Η «απέκδυση» του παλαιού και η «ένδυση» του νέου ανθρώπου (στίχος 10) εκ μέρους του Χριστιανού - ένα θαυμαστό γεγονός πού συντελείται κατά την ώρα του βαπτίσματος του - δεν του επιτρέπει να υποπίπτει στο αμάρτημα του ψεύδους. «Παλαιός άνθρωπος», πού μαζί με τις πράξεις του ο Χριστιανός απεκδύεται κατά την ώρα του βαπτίσματος του, είναι ο άνθρωπος πού βρίσκεται υπό το κράτος αμαρτίας. «Νέος άνθρωπος» είναι εκείνος πού αναγεν¬νήθηκε με το βάπτισμα του Χριστού και ανεδείχθη καινούργια ύπαρξη. Ο «νέος άνθρωπος» ανανεώνεται συνεχώς «κατ’ εικόνα του κτίσαντος αυτόν». Η διατύπωση αυτή του Παύλου, φαίνεται να υπαινίσσε¬ται το Γεν. 1, 26, οπού περιγράφεται η αρχική δημιουργία του ανθρώπου «κατ' εικόνα Θεού». Ο «κτίσας» είναι ο Θεός, ο Δημιουργός των πάντων. Η απέκδυση του παλαιού ανθρώπου και η ένδυση του νέου, δεν γίνεται μόνο στο Βάπτισμα. Πρέπει να γίνεται συνεχώς στη διάρκεια της ζωής μας. Καλούμαστε ως χριστιανοί να απαλλαγούμε απο την αμαρτία μέσω της άσκησης και κυρίως με το μυστήριο της Μετανοίας, που είναι το «δεύτερο Βάπτισμα».

Οι εν Χριστώ αναγεννημένοι άνθρωποι αποτελούν τη νέα ανθρωπότητα που είναι η Εκκλησία, μέσα στην οποία καταργείται κάθε είδους εγκόσμια διάκριση, πού είναι αποτέλεσμα της αμαρτίας, και εγκαθιδρύεται μια καινούργια ενότητα πού πηγάζει από τον Χριστό. Στη νέα κατάσταση του εν Χριστό ανθρώπου «ουκ ένι Έλλην και Ιουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός» (στίχος 11).

 

Οι διακρίσεις πού καταργούνται  στην νέα πραγματικότητα, που είναι η Εκκλησία του Χριστού είναι οι εξής: α) Εθνικότητας ή φυλής: Παύει να υπάρχει η οξεία διάκριση μεταξύ Ιου¬δαίου και Έλληνα. β) Θρησκευτικές: Καταργείται ή διάκριση μεταξύ περιτμημένων και απερίτμητων. γ) Πολιτιστικές και μορφωτικές: «βάρβαροι» ονομάζονταν εκείνοι που δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Οι «Σκύθες» εθεωρούντο ως το κατ' εξοχήν απαίδευτο και βάρβαρο έθνος. δ) Κοινωνικές: Μέσα στην Εκκλησία παύει να ισχύει και η διάκριση μεταξύ «δούλων» και «ελευθέρων».  «Αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός»: πηγή ενότητας για τους Χριστιανούς είναι ο Χριστός.

Εν Χριστώ καταργείται κάθε είδους διάκριση.
 
«Νεκρώσατε ουν τα μέλη υμών τα επί της γης...», μας προτρέπει ο θείος Παύλος στο σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα. Μας καλεί να απεκδυθούμε τον παλαιό άνθρωπο με τα πάθη του και να ενδυθούμε το νέο. Ένας καινούργιος άνθρωπος λοιπόν! Άνθρωπος θεοειδής και χριστοειδής. Αυτό ακριβώς είναι το όραμα του Χριστιανισμού, που κάνει πραγματικότητα η χάρη του Χριστού μέσα στο μεγάλο εργαστήρι της αγιότητας, την Εκκλησία. Γι’ αυτό ήρθε ο Χριστός στον κόσμο. Γι’ αυτό σταυρώθηκε και αναστήθηκε. Γι’ αυτό ίδρυσε την Εκκλησία του. Γι’ αυτό μας έστειλε το Άγιο Πνεύμα, το οποίο «όλον συγκροτεί τον θεσμό της Εκκλησίας» και μας αγιάζει απο την παρούσα ζωή.

 

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2013

Εις τον Άγιο Σπυρίδωνα «Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σε ιερότατε».

Αγίου Σπυρίδωνος 1993

«Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σε ιερότατε».
Σήμερα η Εκκλησία μας χριστιανοί μου, τιμά τη μνήμη του Αγίου Σπυρίδωνος του θαυματουργού.
Ο Άγιος γεννήθηκε στην Κύπρο, στα μέσα του τρίτου αιώνος μετά Χριστού. Ήταν φτωχός και αγράμματος. Το δε επάγγελμά του ήταν βοσκός, τσομπάνος, αλλά άγιος. Πολλοί βοσκοί ήσαν, ο Αβραάμ, ο Ιακώβ, ο μεγάλος νομοθέτης Μωυσής, ο προφητάναξ Δαυΐδ και πολλοί άλλοι άνδρες, μεγάλοι, της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά μήπως βοσκοί δεν ήσαν και κείνοι, που τη βραδιά των Χριστουγέννων στη Βηθλεέμ, άκουσαν τους αγγέλους ανεβοκατεβαίνοντας απ’ τον ουρανό στη σπηλιά να ψάλλουν το «Δόξα εν Υψίστοις Θεώ επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία»;
Ένας ταπεινός τσομπάνος που πιστεύει στο Χριστό, στην Εκκλησία και στα μυστήριά της, και ζει σύμφωνα με το άγιον θέλημά Του, αξίζει πολύ περισσότερο από έναν επιστήμονα, και από έναν δήθεν σοφό, που δεν ζει σύμφωνα με τις Ευαγγελικές εντολές και δεν πιστεύει σε τίποτα.
Ο Άγιος Σπυρίδων ήταν παντρεμένος και είχε μάλιστα μία κόρη, την Ειρήνη. Δεν πρόλαβε για δεύτερο παιδί γιατί ο Θεός παίρνει στους ουρανούς την ευσεβή σύζυγόν του. Έτσι χήρεψε πολύ πολύ νωρίς. Από τότε αφοσιώθηκε πιο πολύ στον Θεόν, με νηστεία, με προσευχή, με εγκράτεια, με Θεία Λατρεία, με ελεημοσύνη, με πολλή φιλανθρωπία. Το σπίτι του είχε γίνει όχι μόνον κατ’ οίκο Εκκλησία, αλλά και καταφύγιο των δυστυχισμένων και των φτωχών. Παρηγορώντας τους πάντας, και η προσευχή του ακόμα, αν και ήτο βοσκός έκανε θαύματα. Έτσι η φήμη του απλώθηκε παντού.
Μετά τον θάνατον του μητροπολίτου Τριμυθούντος Κύπρου, έμεινε κενή η μητροπολιτική αυτή θέση, και τότε κλήρος και λαός, άντρες γυναίκες και παιδιά, ζήτησαν όλοι μαζί και προπαντός οι πάσχοντες, για επίσκοπο τον Άγιο Σπυρίδωνα. Ύστερα λοιπόν απ’ αυτήν την πάνδημον απαίτησιν, κλήρου και λαού, η Εκκλησία απεφάσισε ομοφώνως και χειροτόνησε τον βοσκόν εκείνο τον Σπυρίδωνα, επίσκοπο.
Την πρώτη μέρα διάκονος, τη δεύτερη πρεσβύτερο ιερέα, και την τρίτην Δεσπότη. Και όπως οι μαθηταί και Απόστολοι του Χριστού, από κοινοί ψαράδες έγιναν αλιείς ανθρώπων, απλώνοντας τα δίχτυα τους σε ολόκληρον τον κόσμον, έτσι και ο Άγιος Σπυρίδων από κει που έβοσκε πρόβατα και γίδια, έγινε βοσκός λογικών προβάτων, ποιμένας της Εκκλησίας του Χριστού.
Σαν επίσκοπος ήταν ταπεινός, πράος, ειρηνικός, άνθρωπος των γονάτων και της προσευχής, της νηστείας και της εγκράτειας, της φιλανθρωπίας και των θαυμάτων. Πολλά τα θαύματα όσο ζούσε. Ας πούμε μερικά.

Κάποια χρονιά επεκράτησε φοβερή ανομβρία – όχι σαν τη δική μας, - και οι πηγές και τα πηγάδια στέρεψαν όλα, η γη έσκασε από την ξηρασία και οι άνθρωποι, τα ζώα πέθαιναν από τη δίψα, και οι άνθρωποι άρχισαν να υποφέρουν. Ο Άγιος κάνει λιτανεία και εκτενή προσευχή και ευθύς αμέσως βρέχει για δέκα συνεχείς ημέρες.

Δεύτερον. Σαν επίσκοπος, όπως είναι γνωστόν, είχε λάβει μέρος στην πρώτη Οικουμενική Σύνοδο που είχε συνέλθει στην Νίκαια της Μικράς Ασίας το 325 μ.Χ. Ήτο η μεγάλη εκείνη Σύνοδος που κατεδίκασε τον Άρειον ως αιρετικόν, γιατί διαλαλούσε ότι ο Χριστός μας ήταν κτίσμα και όχι Θεός. Έλεγε ότι ήτο ομοιούσιος τω Πατρί και όχι ομοούσιος. Μπήκε ένα γιώτα στη μέση, αλλά εκείνο το γιώτα έκαμε τον Θεόν κτίσμα. Οι θεοφόροι Πατέρες με πρώτον τον Μέγαν Αθανάσιο, απέδειξαν με επιχειρήματα παρμένα μέσα από την Αγίαν Γραφήν και τον ορθόν λόγον, ότι ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ήτο και τέλειος Θεός. Ο Άγιος όμως Σπυρίδων έκανε και θαύμα μέσα στη μεγάλη πρώτη Οικουμενική Σύνοδο. Πήρε ένα κεραμίδι και το έσφιξε δυνατά, στην παλάμη του, στο χέρι του. Και ευθύς αμέσως από κάτω έτρεξε νερό, από πάνω ξεπήδησαν φλόγες, και στη χούφτα του παρέμεινε το χώμα. Μετά από αυτό το θαύμα, με αυτό το θαύμα μάλλον, δεν απέδειξε μόνον την ενότητα των δύο φύσεων στο πρόσωπον του Χριστού, αλλά και την ενότητα των τριών προσώπων, του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στον Ένα Τριαδικόν Θεόν. Άρα ο Υιός και Λόγος του Θεού, που εγένετο σάρξ, δηλαδή άνθρωπος, και εσκήνωσεν εν ημίν, ήταν ομούσιος τω Πατρί. Της αυτής ουσίας με τον Πατέρα. Όχι όμοιος. Ομοούσιος. Έτσι ο βοσκός επίσκοπος της Κύπρου, αποστόμωσε τον περίφημο Άρειο που νόμιζε πως με τις φιλοσοφικές του θεωρίες θα μπορούσε να γκρεμίσει τον Χριστόν, από τον θρόνον της θεότητος.

Τρίτον. Κάποτε ένας φτωχός, πήγε και ζήτησε βοήθεια από τον Άγιον. Και για αυτόν, και για τα πεινασμένα παιδάκια του. Ο Άγιος Σπυριδων δεν είχε τίποτα να του δώσει, όλα τα είχε ήδη ξοδέψει στις πολλές ανάγκες των άλλων φτωχών. Ο δυστυχισμένος έπεσε στα γόνατα κλαίγοντας. Ο Άγιος είδε την αλήθεια στα κλαμένα μάτια εκεινού του ανθρώπου. Και κείνη τη στιγμή βλέπει στα χορτάρια της αυλής του ένα φίδι να περνά. Το σταυρώνει στο όνομα του Χριστού και το φίδι μεταβάλλεται σε χρυσάφι. Ο Άγιος το πήρε και το έδωσε στον άνθρωπο για να καλύψει τις ανάγκες του.

Τέταρτον. Μια Κυριακή ο Άγιος λειτουργούσε μόνος του. Όλο το εκκλησίασμα έψαλλε. Μετά το Ευαγγελικό Ανάγνωσμα αμέτρητες αγγελικές φωνές άρχισαν να ψάλλουν. Οι πάντες βουβάθηκαν. Και από την έκπληξη, και από το θαυμασμό, και από το δέος, και από τον φόβο. Και όταν ο Άγιος Σπυρίδων είπε προς τον λαόν «Ειρήνη πάσι», άγγελοι και αρχάγγελοι, Σεραφείμ και Χερουβείμ, Θρόνοι, Κυριότητες, Εξουσίες, Δυνάμεις, όλες οι ουράνιες δυνάμεις, με μια φωνή απάντησαν: «Και τω Πνεύματί Σου». Έτσι οι πιστοί εκκλησιαζόμενοι χριστιανοί, εκείνη την αξέχαστη Κυριακή, έζησαν την ουράνια λατρεία της θριαμβεύουσας Εκκλησίας να ενώνεται με την επί γης Στρατευομένη Εκκλησία. Τη μια Εκκλησία, με τον Έναν ποιμένα, τον Χριστόν. Είναι αυτό που ζούσε ο παπα-Τύχων ο Αγιορείτης ασκητής, στο Χερουβικό ύμνο . Τόχουμε ξαναπεί. Να το ξαναπούμε. Άγγελοι τον άρπαζαν στον ουρανό, για μισή ώρα περίπου. Και κει πάνω ζούσε, βίωνε, την ουράνια Λατρεία της Βασιλείας του Θεού. Όταν συνήρχετο μονολογούσε θαμπωμένος, από τα Μεγαλεία του Θεού, Πω πώωω, παράδεισος. Πωπώωω, Χερουβείμ, Σεραφείμ, Χαρά Θεού. Δόξα Θεού, πλούτος Θεού, άγγελος με ανεβάζει, άγγελος με κατεβάζει. Τι πλούτος, τι μεγαλείον Θεού. Ο παπα-Τύχονας είναι ένας από τους νεοτέρους οσίους λειτουργούς, και ασκητάς Αγιορείτας των ημερών μας, και εκοιμήθη οσιακώς μόλις το 1968. Αλλά μήπως το ίδιο δε συνέβαινε και με τον Άγιο Νεκτάριο, όταν ελούζετο στον Χερουβικό ύμνο και στον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων από ανέσπερο, ολόλαμπρο, ολόλευκο, άκτιστο φως, μέσα σε αγγελικές ψαλμωδίες; Και ο πατήρ Γεώργιος Καρσλίδης ζούσε, όταν ζούσε στο μοναστηράκι έξω από τη Δράμα, ζούσε λειτουργικά με αγγέλους και αρχαγγέλους. Τα Λειτουργικά Πνεύματα πολλές φορές εθεάθησαν να θυμιάζουν την Μεγάλη Είσοδο ευλαβών ιερέων. Και άλλα πάλι να συνωστίζονται στο Άγιον Βήμα δια τα τελούμενα. Πολλές οι παρόμοιες αγγελικές και Χερουβικές συλλειτουργίες από ιερείς ασκητάς του Αγίου Όρους.

Χριστιανοί μου, ζωντανή η πίστις μας, η θριαμβεύουσα Εκκλησία παρούσα και στη σημερινή μας, δική μας Θεία Λατρεία, τη λατρεία της στρατευομένης Εκκλησίας. Αλλά ο λόγος μας όμως δεν είναι αυτός, αλλά ο Άγιος Σπυρίδων.

Πέμπτο θαύμα του Αγίου Σπυρίδωνος. Κάποτε ήρθε μία γυναίκα, και τον παρακαλούσε να της επιστρέψει πίσω κάτι πολύτιμο που το είχε δώσει στην κόρη του για να το φυλάξει. Όμως η μονάκριβη θυγατέρα του, η Ειρήνη είχε πεθάνει κι έτσι ο Άγιος δεν ήξερε που το είχε βάλλει η κόρη του. Πήγε λοιπόν ο Άγιος Σπυρίδων στον τάφο της κόρης του, και την ρώτησε που είχε κρυμμένο το ξένο αυτό πολύτιμο πράγμα; Και μέσα από τον τάφο μίλησε η Ειρηνούλα και είπε που το είχε κρύψει. Ο Άγιος πήγε, έψαξε, το βρήκε, και το επέστρεψε στη γυναίκα που το ζητούσε και το είχε ανάγκη. Ο Άγιος ξαναγύρισε στον τάφο της θυγατέρας του και αφού την ευχαρίστησε της είπε: «Κοιμήσου τώρα παιδί μου μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Κυρίου».

Από τα πέντε αυτά θαύματα, τα τέσσερα τονίζονται πολύ επιγραμματικά στο απολυτίκιον του Αγίου. Πώς αρχίζει το απολυτίκιον του Αγίου;
«Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος», αυτό αναφέρεται στο θαύμα με το κεραμίδι.
«Διό νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς», αυτό αναφέρεται στο διάλογο που είχε με τη νεκρή θυγατέραν του.
«Και όφιν εις χρυσούν μετέβαλλες», αυτό μας περιγράφει το θαύμα της μεταβολής του φιδιού σε χρυσάφι για να καλυφθούν οι ανάγκες του φτωχού οικογενειάρχου.
«Και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι, ιερότατε». Αυτό, με όσα σχετικά είπαμε με τη Θεία Λειτουργία του Αγίου, όπου συνέψαλλον μαζί του τα πλήθη των αγγελικών ταγμάτων. Και δεν είναι μόνον αυτά τα θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνος. Τα τονίσαμε επειδή αναφέρονται και στο απολυτίκιό του.

Εξακολουθεί και σήμερα να θαυματουργεί ο Άγιος Σπυρίδων, σε όσους τον επικαλούνται με πίστη.
Θαυματουργός ο ¨Αγιος Σπυρίδων, θαυματουργοί και όλοι οι Άγιοι.
Θαυματουργοί και μάρτυρες.
Θαυματουργοί και ομολογητές.
Θαυματουργοί και όσιοι.
Θαυματουργοί και ανάργυροι.
Θαυματουργοί και μυροβλήτες. Άγιοι και θαυματουργοί. Τα θαύματα ακολουθούν τους αγίους και μετά το θάνατό τους.
Θαυματουργούν τα οσιακά σκηνώματά τους.
Θαυματουργούν τα μαρτυρικά λείψανά τους.
Θαυματουργούν ακόμα και αυτοί οι τάφοι τους.
Θαυματουργούν τα οστά τους τα τίμια.
Θαυματουργούν τα ενδύματά τους.
Θαυματουργούν οι άγιες εικόνες τους.
Κάνομε μια παράκληση στην Παναγία, στον Άγιο Σπυρίδωνα, στον Άγιο Νικόλαο, στον Άγιο Μηνά, στον Άγιο Γεώργιο, στον Άγιο Δημήτριο, στην Αγία Παρασκευή, στην Αγία Βαρβάρα, στην Αγία Αικατερίνη, στην Αγία Μαρίνα, στην Αγία Ειρήνη τη Χρυσοβαλάντου, σε όλους τους Αγίους και το θαύμα πραγματοποιείται. Όμως, όμως, κάθε θαύμα προϋποθέτει πίστη και μετάνοια. Πίστη και ήθος. Πίστη και έργα. Πίστη στον Χριστό και στον έργον Του. Πίστη στο Χριστό και στο Ευαγγέλιόν Του. Πίστη στα θαύματά Του, στη Σταύρωσή Του, στην εκ νεκρών Ανάστασή του, στην Αγία Του Ανάληψη. Πίστη στη Δόξα και στη Βασιλεία των Ουρανών. Πίστη στη Δευτέρα Του Παρουσία και στα θαύματά Του. Αν δεν πιστεύουμε στο Χριστό και στα θαύματά Του, πως θα πιστέψωμε στα θαύματα των Αγίων; Πως θα πιστέψωμε στα θαύματα των Παναγίων Μυστηρίων; Ή πιστεύομε στο Χριστό, ή δεν πιστεύουμε! Μέσος δρόμος αμφιβολίας, χλιαρότητος και ολιγοπιστίας δεν χωράει. Ή πιστεύεις ή δεν πιστεύεις! Και όποιος δεν πιστεύει είναι τυφλός, ζει στα σκοτάδια.
Εκείνος όμως που πιστεύει στο Χριστό, στο Ευαγγέλιό Του, στην Εκκλησία Του, στα Μυστήριά της, αυτός είναι ανοιχτομάτης, βλέπει καθαρά και σωστά και δεν αμφιβάλλει τον λόγο που είπε ο Κύριος : «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο πιστεύων εις εμέ, τα έργα ά εγώ ποιώ και κακείνος ποιήσει και μείζονα τούτων ποιήσει». Ιωάννου ΙΔ 14. Όποιος δηλαδή πιστεύει σε μένα, λέγει ο Κύριος, όχι μόνον αυτά τα υπερφυσικά έργα που έκανα εγώ, θα τα κάμει και αυτός, αλλά και ακόμα περισσότερα και ακόμα μεγαλύτερα, πάντοτε με την δική μου δύναμη.
Άπιστοι, ω άπιστοι που είστε, να δείτε το πιο μεγάλο θαύμα πάνω στην Αγία Τράπεζα! Ναι άπιστοι, για όλους εμάς ο Χριστός να το φωνάξτε, είναι ζωντανός Θεός, είναι ο ζωντανός ο αληθινός Θεός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Είναι ο Ων, είναι ο Ην, είναι ο Ερχόμενος, είναι ο Κύριος, είναι ο Παντοκράτωρ. Ο Χριστός βασιλεύει εις τους αιώνας των αιώνων. Γι’ αυτό και πάντοτε διά μέσου των Αγίων, έκανε, κάνει και θα κάνει πάντοτε θαύματα, ας γονατίσουμε, ας παρακαλέσουμε, ας κλάψουμε ας ικετεύσουμε και αν είναι για το συμφέρον μας, αυτός θα το κάμει. Ζητείτε και δοθήσεται ημίν.

Δόξα λοιπόν στο Σωτήρα μας Χριστόν. Γι’ αυτό και τα περισσότερα απολυτίκια θαυματουργών Αγίων, όπως και του σημερινού εορταζομένου Αγίου Σπυρίδωνος, τελειώνουν με την Δόξαν προς τον Κύριον, και Θεόν ημών, τον Ιησούν Χριστόν.
Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, Δόξα τω σε στεφανώσαντι, Δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Αυτώ η Δόξα και το κράτος και η τιμή
εις τους αιώνας των αιώνων,
Αμήν.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΗ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΣΕΠΤΟΥ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗ ΜΑΣ

ΕΟΡΤΗ ΚΑΙ ΠΑΝΗΓΥΡΙΣ ΤΗΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΜΑΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 
ΕΟΡΤΑΖΕΙ Ο ΣΕΠΤΟΣ ΠΟΙΜΕΝΑΡΧΗΣ ΜΑΣ
ΤΙΜΗ & ΔΟΞΑ 
ΕΙΣ ΤΗΝ ΤΟΠΙΚΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ 
ΚΑΙ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΝ ΜΑΣ  

ΑΓΙΟΣ_ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ_ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ_ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ

Βίος καὶ Πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου Ἐπισκόπου Μεδιολάνων


Συναξάριον.

Τῇ Ζ´ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς (Δεκεμβρίου) μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀμβροσίου, Ἐπισκόπου Μεδιολάνων.

Στίχοι.

Τὸ φθαρτὸν Ἀμβρόσιος ἐκδὺς σαρκίον,
Θείας μετέσχεν ἀμβροσίας ἀξίως.
Ἑβδόμῃ Ἀμβρόσιος ποτὶ ἄμβροτον ἤλυθεν οὖδας.
Οὗτος γέγονεν ἐκ τῆς μεγαλοδόξου πόλεως Ῥώμης, εἷς ὢν τῆς Συγκλήτου, καὶ ἀεὶ τὴν ἀλήθειαν τηρῶν ἔν τε λόγοις καὶ ἔργοις· προσφυῶς γὰρ ζυγός τις ὤν, καὶ στάθμη περὶ τὸ δίκαιον, οὐχ ἑτεροκλινῆ ἐν τοῖς προσπίπτουσι ποιούμενος τὴν ἀπόφασιν, ἀλλ᾿ ἀπαρέγκλιτον καὶ ὀρθήν· διά τοι τοῦτο καὶ τὴν ἡγεμονίαν ἐπιστεύθη ἁπάσης τῆς Ἰταλίας παρὰ τῶν εὐσεβῶν βασιλέων, Κωνσταντίνου καὶ Κώνσταντος, τῶν υἱῶν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Οὔπω δὲ καταρτισθεὶς τῷ θείῳ Βαπτίσματι, ἀλλ᾿ ἔτι ὢν ἐν τοῖς Κατηχουμένοις, οὐδέν τι μεῖον εἰς ἀρετὴν καὶ βίου καθαρότητα τῶν μετειληφότων τῶν Μυστηρίων καθίστατο. Ὅθεν καὶ κρίσει τοῦ βασιλέως Οὐαλεντινιανοῦ, Ἀρχιερεὺς τῆς ἐν Μεδιολάνοις Ἐκκλησίας, κατ᾿ ἐκεῖνο καιροῦ τοῦ Προέδρου τὸν βίον ἀπολιπόντος, ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος προχειρίζεται, ὁμοῦ τε τῷ Βαπτίσματι τελεσθεὶς καὶ κατὰ τὴν τάξιν τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς βαθμοὺς διελθὼν καὶ ἐπὶ τὸν ἔσχατον προελθών. Καλῶς δὲ τὴν εὐσέβειαν καὶ ὀρθῶς διδάσκων καὶ τὴν Ἐκκλησίαν πάσης αἱρέσεως ἀμέθεκτον διατηρήσας καὶ συνήγορος γεγονὼς τοῖς κατὰ Ἀρείου καὶ Σαβελλίου καὶ Εὐνομίου αἱρέσεων ἀγωνιζομένοις καὶ ὑπὲρ τῆς εὐσεβοῦς Πίστεως διάφορα βιβλία συντάξας καὶ τὸν βασιλέα Θεοδόσιον, ἀπὸ τῆς ἐν Θεσσαλονίκῃ μιαιφονίας καταλαβόντα τὴν Μεδιόλανον πόλιν, τῶν θείων εἰσόδων τῆς Ἐκκλησίας κωλύσας καὶ εἰς ὑπόμνησιν ἀγαγών, ὧν τετόλμηκε καὶ ὁπόση τις διαφορὰ καθέστηκεν, ἀναμεταξὺ ἱερωμένου τε καὶ λαϊκοῦ καὶ βασιλέως, αὐτὸν διδάξας καὶ παραινέσας μὴ προπετῶς οὕτω καὶ ἀναιδῶς τῶν θείων κατατολμᾶν, ἐν γήρᾳ καλῷ καταλύει τὸν βίον.

ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ

Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος ἐγεννήθη περὶ τὸ 340 μ.Χ. εἰς τὴν πόλιν Τρέβηρα τῆς Πρωσσίας. Ὁ πατήρ του ὠνομάζετο ἐπίσης Ἀμβρόσιος καὶ ἦτο χριστιανός. Ἀνῆκε δὲ εἰς εὐγενῆ οἰκογένειαν, πολλὰ μέλη τῆς ὁποίας κατέλαβον ὑψηλὰ ἐν τῇ πολιτείᾳ ἀξιώματα· ὁ ἴδιος δὲ ὑπῆρξε διοικητὴς τῆς Γαλλίας. Ἀποθανόντος τοῦ πατρὸς τοῦ ἁγίου, ὅτε ἀκόμη ἦτο οὗτος μικρὸν παιδίον, ἡ μήτηρ του ἐγκατεστάθη εἰς Ῥώμην, ἵνα ἐπιμεληθῇ τῆς μορφώσεώς του. Ὁ Ἀμβρόσιος ἀπὸ τῆς μικρᾶς του ἡλικίας ἀπέδειξεν διὰ τῶν πνευματικῶν του χαρισμάτων καὶ τῆς διαγωγῆς του, ὁποίαν ἐν τῇ κοινωνίᾳ ἔμελλε νὰ καταλάβῃ θέσιν. Διεκρίνετο μεταξὺ τῶν συμμαθητῶν τοῦ ὄχι μόνον διὰ τὴν μεγάλην του ἐπιμέλειαν καὶ ἐπίδοσιν εἰς τὴν ἐκμάθησιν τῆς ἑλληνικῆς καὶ λατινικῆς φιλολογίας, τῆς φιλοσοφίας, τῶν νομικῶν καὶ τῶν ἄλλων ἐγκυκλίων μαθημάτων, ἀλλὰ καὶ διὰ τὸ σεμνὸν καὶ σοβαρόν του ἦθος.
Μετὰ λαμπρὰς ἐν Ρώμῃ σπουδὰς μετέβη εἰς Μεδιόλανα, τὸ σημερινὸν Μιλάνον καὶ ἤσκησεν ἐκεῖ κατ᾿ ἀρχὰς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ συνηγόρου, ἀγαπώμενος καὶ ἐκτιμώμενος ὑπὸ πάντων. Τοιαύτη δὲ ὑπῆρξεν ἡ εὐδοκίμησίς του ἐν τῇ κοινωνίᾳ, ὥστε ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Δύσεως Οὐαλεντιανὸς διώρισεν αὐτὸν τῷ 373 διοικητὴν τῶν ἐπαρχιῶν Λιγυρίας καὶ Αἰμιλίας μὲ ἕδραν τὰ Μεδιόλανα. Ὁ Ἀμβρόσιος δὲν διέψευσε τὰς προσδοκίας τοῦ αὐτοκράτορος καὶ τοῦ λαοῦ, τοῦ ὁποίου ὑπῆρξε πραγματικὸς πατὴρ φιλόστοργος. Ἦτο τὸ ἀντικείμενον τῆς κοινῆς ἀγάπης καὶ ἐμπιστοσύνης, ὡς ἀπεδείχθη ἐφεξῆς.
Ἀποθανόντος δηλ. τοῦ ἐπισκόπου Μεδιολάνων ἤριζον οἱ χριστιανοί, ὄντες διηρημένοι εἰς ὀρθοδόξους καὶ ἀρειανούς, διότι ἑκατέρα τῶν δύο μερίδων ἤθελεν ὁ μέλλων ἐπίσκοπος νὰ ἐκλεγῇ ἐκ τῆς τάξεώς της. Οἱ διὰ τὴν ἐκλογὴν συνελθόντες ἐπίσκοποι εὑρίσκοντο εἰς ἀμηχανίαν, ἠπειλοῦντο δὲ ταραχαὶ καὶ συγκρούσεις, πρὸς πρόληψιν τῶν ὁποίων ὁ Ἀμβρόσιος ὡς διοικητὴς ἦλθεν εἰς τὴν ἀγοράν. Εἰς τὴν δύσκολον αὐτὴν στιγμὴν ἓν παιδίον κατ᾿ ἔμπνευσιν θείαν ἐφώναξεν «ὁ Ἀμβρόσιος γενέσθω ἐπίσκοπος». Ἤρκεσαν αἱ λέξεις αὔται, ἵνα ἠλεκτρισθῇ ὁλόκληρον τὸ πλῆθος ὀρθοδόξων ἅμα καὶ ἀρειανῶν καὶ ἵνα τὰς ἐπαναλαμβάνῃ ὡς ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἀμβρόσιος εὑρέθη εἰς στενόχωρον θέσιν· μετέβη εἰς τὴν ἀγορὰν νὰ τηρήσῃ τὴν τάξιν καὶ ἐξελέγετο ἐπίσκοπος τοσούτῳ μᾶλλον, ὅσω οὔτε κἂν εἶχεν εἰσέτι βαπτισθῆ ἀνήκων εἰς τὰς τάξεις τῶν κατηχουμένων Ἀλλὰ «φωνὴ λαοῦ, φωνὴ Θεοῦ». Καὶ πρὸ τῆς προδήλου ταύτης φωνῆς τοῦ Θεοῦ, ἐκλεγόμενος διὰ τῆς κοινῆς βοῆς λαοῦ καὶ κλήρου, ἠναγκάσθη νὰ ὑποχωρήσῃ καὶ δεχθῇ τὸ προσφερόμενον εἰς αὐτὸν ὑψηλὸν ἀξίωμα τῆς ἀρχιερωσύνης. Ἐβαπτίσθη συντόμως καὶ ἐχειροτονήθη ἐντὸς ὀκτὼ ἡμερῶν εἰς διάκονον καὶ πρεσβύτερον καὶ τῇ 7ῃ Δεκεμβρίου 364 εἰς ἐπίσκοπον.
Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπίσκοπος γενόμενος διένειμε τὴν μεγάλην του περιουσίαν εἰς τοὺς πτωχούς, κρατήσας μόνον τὰ ἀπαραιτήτως ἀναγκαῖα δι᾿ ἑαυτὸν καὶ τὰ βιβλία του. Ὡς ἐπίσκοπος διεκρίθη μεταξὺ ἄλλων ἰδιαίτατα διὰ τὴν πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ τοὺς πάσχοντας ἀγάπην του. Πολλάκις ἐπώλει τὸν πολύτιμον διάκοσμον τῶν ναῶν, ἵνα ἐξαγοράζῃ χριστιανοὺς αἰχμαλώτους τῶν εἰδωλολατρῶν. Οἱ ἐχθροί του ἀρειανοὶ κατηγόρησάν ποτε αὐτὸν διὰ τοῦτο· ἀλλ᾿ ὁ ἐπίγνωσιν βαθεῖαν τῶν ὑποχρεώσεών του ἔχων Ἀμβρόσιος ἀπήντησεν, τί τὴν ψυχὴν τῶν χριστιανῶν αἰχμαλώτων, οἱ ὁποῖοι διέτρεχον τὸν κίνδυνον νὰ ἐκβιασθοῦν νὰ ἀρνηθοῦν τὸν χριστιανισμόν, ἐθεώρει πολυτιμοτέραν τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργυροῦ διακόσμου τῶν ναῶν.
Ὁ Ἀμβρόσιος τὸ ἀξίωμα τὸ ἐπισκοπικὸν δὲν ἐξέλαβεν ὡς εὐκαιρίαν ἀναπαύσεως, ἀλλ᾿ ὡς «ἔργον», κατὰ τὸν Ἀπ. Παῦλον. Ἐργαζόμενος νυχθημερόν, ἵνα ἐπαρκέσῃ εἰς τὰ ποιμαντορικά του καθήκοντα, ἐπεδόθη ἀμέσως ἀπὸ τῆς χειροτονίας του εἰς τὴν βαθεῖαν μελέτην τῆς Ἁγίας Γραφῆς πρὸς τέλειον καταρτισμόν του εἰς τὸ θεῖον κήρυγμα, τὸ ὁποῖον ἐθεράπευσε μετ᾿ ἰδιαιτέρας ἐπιμελείας μέχρι θανάτου, κηρύττων ἀνελλιπῶς καθ᾿ ἑκάστην Κυριακὴν καὶ πολλάκις τῆς ἑβδομάδος, ἐνίοτε δὲ καὶ δὶς τῆς ἡμέρας. Γνωρίζων δὲ καλῶς, τί τὸ κήρυγμα τῶν θείων ἀληθειῶν ἄνευ τῆς ὑπὸ τοῦ κηρύττοντος ἐφαρμογῆς αὐτῶν ἐν τῇ ἰδίᾳ ζωῇ οὐδὲν ἢ σχεδὸν οὐδὲν ὠφελεῖ, ἐὰν καὶ δὲν βλάπτῃ ἐνίοτε, ὁ Ἀμβρόσιος ὑπῆρξεν ἡ ζῶσα εἰκὼν τῶν ὑπ᾿ αὐτοῦ κηρυττομένων ἀληθειῶν. Καὶ τὰς ἀληθείας ταύτας ἐφήρμοζε πάντοτε οὐδέποτε ἀποβλέπων εἰς πρόσωπα, ὅσον δήποτε ὑψηλὰ καὶ ἂν εὑρίσκοντο. Οὐδεμίαν ἐδέχετο ὑποχώρησιν εἰς τὰς ἠθικάς του ἀρχάς, ἀπαράμιλλον δὲ ὑπῆρξε τὸ ἠθικόν του σθένος.
Οὕτως ὅτε ἡ χήρα αὐτοκράτειρα Ἰουλίνη, ἡ προσκείμενη εἰς τὸν ἀρειανισμόν, τὸν ὁποῖον μετὰ πολλῆς ἐπιτυχίας ἐπολέμησε καὶ περιώρισεν ἐν Μεδιολάνοις ὁ Ἀμβρόσιος, ἐζήτησε διὰ τοῦ υἱοῦ της, αὐτοκράτορος Οὐαλεντιανοῦ τοῦ Β´, νὰ παραχωρήσῃ εἰς τοὺς ἀρειανοὺς ναὸν ἔξω της πόλεως εὑρισκόμενον, ὁ ἐπίσκοπος θεωρῶν τὴν τοιαύτην παραχώρησιν καταπρόδοσιν τῶν καθηκόντων του καὶ τῆς ὀρθοδοξίας, ἠρνήθη διαῤῥήδην εἰπῶν «τὰ τοῦ καίσαρος τῷ καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ - Εἰς τὸν καίσαρα ἀνήκουν τὰ ἀνάκτορα καὶ εἰς τὸν Ἱερέα ὁ ναός». Ὁ αὐτοκράτωρ ἔστειλε στρατιώτας, ἵνα συλλάβουν τὸν ἀπειθῆ καὶ ἀτίθασον ἐπίσκοπον καὶ ἵνα καταλάβουν διὰ τῆς βίας τὸν ναόν. Ὁ Ἀμβρόσιος ἔμεινεν ἀπτόητος· καθ᾿ ὃν χρόνον οἱ στρατιώται περιεκύκλουν τὸν ναόν, αὐτὸς γαληνιαῖος ἐξηκολούθει τὸ κήρυγμά του, συστήσας εἰς τὸ ἐκκλησίασμα, τὸ ἕτοιμον νὰ προστατεύσῃ τὸν ἐπίσκοπόν του, νὰ μὴ προβάλῃ ἀντίστασιν πρὸς ἀποφυγὴν αἱματοχυσίας. Τοιαύτη ὅμως ἦτο ἡ γοητεία, τοιοῦτον τὸ ἠθικόν του κῦρος καὶ ἡ ἐπιβολή, ὥστε μέρος μὲν τῶν στρατιωτῶν, ὅτε ἀντίκρυσε τὸν ἐπίσκοπον, ἠρνήθη ἵνα συμμορφωθῇ πρὸς τὰς διαταγὰς τοῦ αὐτοκράτορος, οὗτος δὲ ὠριμώτερον καὶ ψυχραιμότερον σκεφθείς, προλαμβάνων δὲ καὶ τὴν ἀπειλουμένην στάσιν, ἀνεκάλεσε τὴν διαταγήν του, καὶ ὁ ἐπίσκοπος ἐξῆλθε νικητὴς μὲ τὴν ἐνισχύουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλ᾿ ἡ βασιλομήτωρ δὲν ἡσύχασε· μετὰ ἓν ἔτος, τῷ 386, ἐξώθησε τὸν αὐτοκράτορα υἱόν της νὰ ἐπαναλάβῃ ἐντονώτερον τὴν ἀπαίτησίν του περὶ παραδόσεως τοῦ ναοῦ εἰς τοὺς ἀρειανούς. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀμβρόσιος ἔμεινε καὶ πάλιν ἀπτόητος καὶ ἀκλόνητος· «ὅταν ὁ ἀσεβὴς βασιλεὺς Ἀχαάβ, ἀπήντησεν, ἐζήτησεν ἀπὸ τὸν Ναβουθὰν νὰ παραδώση εἰς αὐτὸν τὸν ἐκ πατρικῆς κληρονομιᾶς ἀμπελῶνα, ὁ Ναβουθὰν ἠρνήθη - ἀρνοῦμαι, προσέθηκε, νὰ παραδώσω καὶ ἐγὼ τὴν κληρονομίαν τοῦ Χριστοῦ, τὴν κληρονομίαν τῶν πατέρων μου». Ὁ αὐτοκράτωρ ὀργισθεὶς διέταξε τὴν σύλληψιν καὶ ἐξορίαν τοῦ Ἀμβροσίου· ἀλλ᾿ οὗτος φρουρούμενος ὑπὸ τῶν ἀφοσιωμένων εἰς αὐτὸν χριστιανῶν του ἔμεινε ἐπὶ ἡμέρας ἐντὸς τοῦ ναοῦ, μέχρις οὗ ὁ αὐτοκράτωρ κατιδὼν τοὺς κινδύνους, οὓς ἠπείλει ἡ ἐπιμονή του εἰς τὴν παράνομον ἀξίωσίν του, ἀνεκάλεσε ὁριστικῶς τὴν προηγουμένην διαταγήν του.
Ὅλως ὅμως ἰδιαιτέρως ἀνεδείχθη καὶ ἔλαμψε τὸ θάρρος καὶ τὸ ἠθικὸν κῦρος τοῦ Ἀμβροσίου εἰς τὰς σχέσεις του πρὸς τὸν αὐτοκράτορα τῆς Ἀνατολῆς Θεοδόσιον τὸν Μέγαν, τὸν ὁποῖον γεγονότα πολεμικὰ ἔφεραν εἰς Μεδιόλανα. Ὅτε δηλ. ἐπληροφορήθη ἐν Μεδιολάνοις ὁ Θεοδόσιος τῷ 388, τί οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ τῆς ἐν Μεσοποταμίᾳ πόλεως Καλλίνικον, παρενοχλούμενοι συνεχῶς ὑπὸ τῶν ἀρειανῶν καὶ τῶν ἰουδαίων, ἀπολέσαντες τὴν ὑπομονήν των καὶ ἐν στιγμαῖς παραφορᾶς ἐξ ἀγανακτήσεως ἔκαυσαν τὸν ναὸν τῶν ἀρειανῶν καὶ τὴν συνανωγὴν τῶν Ἰουδαίων, θέλων νὰ τιμωρήσῃ μὲν τὴν αὐτοδικίαν, νὰ ἀποδείξη δέ, τί οἱ ὑπήκοοί του ἀσχέτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων ἦσαν ἴσοι πρὸ αὐτοῦ, δικαιούμενοι τῆς αὐτοκρατορικῆς προστασίας, διέταξεν, ἵνα ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ἀνεγείρῃ ἐξ ἰδίων τὰς πυρποληθείσας οἰκοδομάς. Καὶ ἡ μὲν ἀπόφασις τοῦ αὐτοκράτορος ἦτο δικαία, ἀλλ᾿ ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ ἀποθρασυνθοῦν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ Ἰουδαῖοι καὶ νὰ ἐπαναλάβουν ζωηρότερον τὰς ὀχλήσεις των, νὰ ταπεινωθῇ δὲ καὶ ἡ Ἐκκλησία Καλλινίκου ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ἐπισκόπου της. Ὁ Ἀμβρόσιος ἐξέθηκε τὰ ἀνωτέρω εἰς τὸν ὠργισμένον αὐτοκράτορα καὶ ἔπεισεν αὐτὸν νὰ ἀνακαλέσῃ τὴν ταπεινωτικὴν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν διαταγήν του.
Ἀλλ᾿ ἐπέπρωτο νὰ ἔλθῃ εἰς σύγκρουσιν σφοδρὰν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῆς ἑξῆς αἰτίας, σύγκρουσιν, ἡ ὁποία ἔγινεν ἀφορμὴ νὰ ἀναδειχθῇ τὸ ἠθικὸν μεγαλεῖον τοῦ τε ἐπισκόπου καὶ τοῦ αὐτοκράτορος. Ἐν στάσει τινι δηλ. ἐν Θεσσαλονίκῃ τῷ 390 ὁ ὄχλος ἐφόνευσε τὸν στρατηγὸν καὶ ἀνωτέρους ἀξιωματικούς. Ὁ Θεοδόσιος πληροφορηθεὶς τὰ γενόμενα ἐξεμάνη καὶ διέταξε τὴν σκληρὰν τιμωρίαν τῆς πόλεως. Οὔτω παρασυρθεὶς ὁ λαὸς εἰς τὸ Ἱπποδρόμων κατεσφάγη, 7.000 δὲ πολιτῶν ἐπλήρωσαν μὲ τὸ αἷμα των τὸν φόνον τοῦ στρατηγοῦ καὶ τῶν ἀξιωματικῶν Ὅταν ὁ Ἀμβρόσιος ἐπληροφορήθη τὰ τῆς ἀγρίας σφαγῆς τόσων πολιτῶν, ὧν τὸ πλεῖστον ἦσαν ἀθῷοι, κατεταράχθη, ἀποστέργων δὲ νὰ συναντήσῃ τὸν αὐτοκράτορα, τοῦ ὁποίου αἱ χεῖρες ἀπέσταζον ἀπὸ τὸ αἷμα, ἀπεμακρύνθη τῶν Μεδιολάνων καταφυγὼν εἰς ἐξοχὴν καὶ ἐκεῖθεν δι᾿ ἐπιστολῆς του ἤλεγξε τὸν αὐτοκράτορα. «Τὸ ἁμάρτημά σου δὲν ἐξαλείφεται παρὰ μὲ δάκρυα καὶ εἰλικρινῆ μετάνοιαν, ἔγραφεν οὔτε αὖτοι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι δύνανται νὰ τὸ συγχωρήσουν μὲ ἄλλον τρόπον. Αὐτὸς ὁ Κύριος δὲν συγχωρεῖ παρὰ μόνον τοὺς μετανοοῦντας. Σὲ συμβουλεύω, σὲ προτρέπω, σὲ παραινῶ- δὲν τολμῶ νὰ τελέσω τὸ Μυστήριον τῆς Θείας Εὐχαριστίας, ἐὰν θελήσῃς νὰ παραστῇς κατ᾿ αὐτό». Ὁ Θεοδόσιος εὑρέθη εἰς δυσχερῆ θέσιν· ἡ γλῶσσα του ἐπισκόπου ἦτο πολὺ αὐστηρά· τῷ ἀπηγορεύετο ὁ ἐκκλησιασμός. Καὶ τὴν στέρησιν ταύτην ἠσθάνετο βαθέως, χωρὶς νὰ λάβωμεν ὑπ᾿ ὄψιν, τί ἐθίγετο καὶ τὸ αὐτοκρατορικόν του ἀξίωμα. Ἐθεώρει ἑαυτὸν καὶ ἀδικούμενον ὑπὸ τοῦ ἐπισκόπου καὶ ἄγαν αὐστηρῶς κρινόμενον, ἀφ᾿ οὗ ἐνεργήσας ὡς ἐνήργησεν ἐν Θεσσαλονίκῃ εἶχεν ὑπ᾿ ὄψει τὸ συμφέρον τοῦ Κράτους καὶ τὴν ἐμπέδωσιν τῆς τάξεως. Καὶ μὲ τὰς σκέψεις αὐτάς, ἀπεφάσισε νὰ μὴ λάβῃ ὑπ᾿ ὄψιν τὰς συστάσεις τοῦ ἐπισκόπου καὶ νὰ μεταβῇ εἰς τὸν ναόν. Ἀλλ᾿ ὁ Ἀμβρόσιος, πλήρης ζήλου ἱεροῦ καὶ ἄτεγκτος εἰς τὰς ἀποφάσεις του ἐξῆλθεν εἰς τὴν θύραν τοῦ ναοῦ καὶ ἀπηγόρευσε τὴν εἴσοδον εἰς τὸν αὐτοκράτορα· «δὲν ἐννοεῖς φαίνεται, ὦ βασιλεῦ, τῷ εἶπε, τὸ μέγεθος τῆς μιαιφονίας, τὴν ὁποίαν διέπραξας, οὔτε δὲ καὶ μετὰ τὴν πάροδον τοῦ θυμοῦ σου ἀνελογίσθης τὸ τολμηθέν, διότι ἴσως τὸ βασιλικόν σου ἀξίωμα σὲ ἐμποδίζει νὰ ἐννοήσῃς τὴν ἁμαρτίαν. Ἀνάγκη ὅμως νὰ λάβῃς ἐπίγνωσιν τῆς ἀνθρωπινῆς φύσεως, ἡ ὁποία εἶνε θνητὴ καὶ νὰ κατανόησες, τί ἀπὸ χῶμα προερχόμεθα καὶ εἰς χῶμα θὰ ἐπιστρέψωμεν καὶ νὰ μὴ ἀγνοῇς ἐξαπατώμενος ἀπὸ τὴν ἁλουργίδα τὴν βασιλικὴν τὴν ἀσθένειαν τοῦ ὑπ᾿ αὐτῆς καλυπτομένου σώματος. Ἄρχεις, ὦ βασιλεῦ, ἀνθρώπων τὴν αὐτὴν μὲ σὲ ἐχόντων φύσιν· ἄρχεις ὁμοδούλων διότι ἕνας εἶνε ὁ δεσπότης καὶ βασιλεὺς ἁπάντων, ὁ τῶν ἁπάντων δημιουργός. Μὲ ποίους λοιπὸν ὀφθαλμοὺς θὰ ἴδῃς τὸν ναὸν τοῦ κοινοῦ δεσπότου; Μὲ ποίους δὲ πόδας θὰ πάτησες τὸ ἅγιόν του δάπεδον; Πῶς δὲ θὰ ἐκτείνεις τὰς χεῖρας, ἀποσταζούσας ἀπὸ τὸ ἀδίκως χυθὲν αἷμα; Καὶ πῶς θὰ δεχθῇς ἐντὸς τοιούτων χειρῶν τὸ πανάγιον Σῶμα τοῦ Δεσπότου; Ἢ πῶς θὰ δεχθῇς τὸ τίμιον Αἷμα τοῦ Δεσπότου εἰς στόμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξῆλθεν ἡ παράνομος διαταγὴ νὰ χυθῇ τόσον αἷμα; Φύγε λοιπὸν καὶ μὴ ἐπιχειρῇς δευτέραν παρανομίαν νὰ προσθέσῃς εἰς τὴν πρώτην καὶ δέξου τὸ ἐπιτίμιον, τὸ ὁποῖον μετ᾿ ἐμοῦ σοὶ ἐπιβάλλει ἄνωθεν ὁ Θεός, ὁ τῶν λῶν δεσπότης τὸ ἐπιτίμιον τοῦτο θὰ σὲ θεραπεύσῃ καὶ θὰ σοὶ ἀποδώσῃ τὴν ὑγείαν της ψυχῆς».
Ὑπῆρξε δραματικὴ ἡ σκηνή· αὐτοκράτωρ πανίσχυρος ἠλέγχετο δημοσία παρὰ τοῦ ἐπισκόπου ἐπὶ μιαιφονίᾳ, τῷ ἀπεκλείετο ἡ εἰς τὸν ναὸν εἴσοδος καὶ τῷ ἐπεβάλλετο νὰ συγκαταριθμηθῇ εἰς τὴν τάξιν τῶν μετανοούντων, ἵνα τύχη συγγνώμης. Θεοδόσιος ὁ Μέγας ἐδείχθη τῷ ὄντι μέγας κατὰ τὴν στιγμὴν ταύτην δὲν ὠργίσθη κατὰ τοῦ τολμηροῦ ἐπισκόπου· ἐν συντριβῇ καρδίας ὑπέμνησεν ἁπλῶς, τι καὶ ὁ Δαυῒδ ἥμαρτε ποτὲ διπλοῦν ἁμάρτημα. Ὁ Ἀμβρόσιος ἐπωφελήθη ἀπὸ τοὺς λόγους τούτους καὶ τῷ εἶπε· «Καθὼς λοιπὸν ἐμιμήθης τὸν Δαυῒδ εἰς τὴν ἁμαρτίαν, οὕτω πρέπει νὰ τὸν μιμηθῇς καὶ εἰς τὴν μετάνοιαν». Καὶ ὁ αὐτοκράτωρ τὸν ἐμιμήθη· ὑπετάγη εἰς τὸ παράγγελμα τοῦ ἐπισκόπου· ἀνεχώρησε· καὶ μετὰ ὀκτὼ μῆνας μετανοίας καὶ δακρύων ἐγένετο δεκτὸς εἰς τὴν θείαν κοινωνίαν κατὰ τὴν ἑορτὴν τῶν Χριστουγέννων, ἀφ᾿ οὗ ἐξωμολογήθη δημοσίᾳ ἐν τῷ ναῷ τὸ ἁμάρτημά του καὶ ἐζήτησε πρηνὴς συγγνώμην παρὰ τοῦ ἐπισκόπου.
Ὁ ζηλωτὴς ἐπίσκοπος ἀπηγόρευσεν ἐπίσης εἰς τοὺς βασιλεῖς νὰ μένωσιν ἐντὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὡς συνήθιζον ἄχρι τότε, διότι «ἡ βασιλικὴ ἁλουργὶς κάμνει βασιλεῖς καὶ ὄχι ἱερεῖς» καὶ ὤρισε τόπον παραμονῆς των τὸν χῶρον ἔξω ἀμέσως πρὸ τοῦ Ἱεροῦ Βήματος.
Ἔχων ὑπ᾿ ὄψιν ὁ Ἀμβρόσιος τί πολλαὶ πλάναι συμβαίνουσι κατὰ τὰς δίκας καὶ τί πολλοὶ ἀδίκως καταδικάζονται καὶ δὴ καὶ εἰς θάνατον, ἔπεισε τὸν αὐτοκράτορα Γρατιανὸν νὰ ἐκδώση διάταγμα νὰ μὴ ἐκτελῶνται αἱ θανατικαὶ ποιναὶ πρὶν ἢ παρέλθῃ μὴν ἀπὸ τῆς καταδικαστικῆς ἀποφάσεως, ὥστε νὰ μεσολαβῇ χρόνος ἱκανὸς διὰ τὴν ἐπανόρθωσιν γενομένης τυχὸν ἀδικίας.
Ὁ ἅγιος Ἀμβρόσιος κοσμούμενος μὲ ἀμφιλαφῆ θύραθεν καὶ ἐκκλησιαστικὴν μόρφωσιν, διακρινόμενος δὲ ἐπὶ αὐστηρὰ ὀρθοδοξίᾳ μετεῖχε τῆς γενικωτέρας ἐκκλησιαστικῆς κινήσεως τῆς ἐποχῆς τοῦ δίδων τὴν προσήκουσαν κατεύθυνσιν εἰς αὐτήν, μετέσχε δὲ τῷ 381 τῆς ἐν Ἀκυληΐᾳ Συνόδου καθ᾿ ἣν καθηρέθησαν οἱ ἀρειανοὶ ἐπίσκοποι Παλλάδιος καὶ Σεκουδιανός. Τῷ 382 προήδρευσε τῆς ἐν Μεδιολάνοις Συνόδου τῶν ἐπισκόπων της Ἰταλίας κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀπολλιναρίου, ἔλαβε δὲ μέρος καὶ εἰς τὴν ἐν Ρώμῃ Σύνοδον τὴν συγκληθεῖσαν ὑπὸ τοῦ πάπα Δαμάσου. Τῷ 391 μετέσχε τῆς ἐν Καπύῃ Συνόδου.
Αἱ ποιμαντορικαι καὶ λοιπαι ἀπασχολήσεις τοῦ Ἀμβροσίου δὲν ἠμπόδιζον αὐτὸν νὰ ἀσχολῆται καὶ εἰς μελέτας ἐπιστημονικὰς καὶ νὰ ἀνάπτυξη ἀξιόλογον συγγραφικὴν δρᾶσιν. Συγγράμματα αὐτοῦ εἶνε: 1) Ὁμιλίαι εἰς τὴν ἑξαήμερον· 2) Περὶ παραδείσου· 3) Περὶ Ἄβελ καὶ Κάιν· 4) Περὶ Νῶε καὶ τῆς κιβωτοῦ· 5) Περὶ τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ· 6) Περὶ τοῦ ἀγαθοῦ τοῦ θανάτου· 7) Περὶ Ἰακὼβ καὶ τῆς μακαρίας ζωῆς· 8) Περὶ τοῦ πατριάρχου Ἰωσήφ· 9) Περὶ Ἠλιοὺ καὶ νηστείας· 10) Περὶ Ναβουθαὶ καὶ τῶν πτωχῶν· 11) Περὶ Τωβὶτ ἢ κατὰ τοκιζόντων· 12) Δύο ἀπολογίαι τοῦ προφήτου Δαυΐδ· 13) Ἐξηγήσεις εἰς τινὰς ψαλμούς· 14) Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον· 15) Ὑπόμνημα εἰς τὸ ᾌσμα τῶν Ἀσμάτων· 16) Περὶ καθηκόντων τῶν λειτουργῶν· 17) Περὶ τῶν χηρῶν· 18) Περὶ παρθενίας· 19) Πρὸς παρθένον ἐκπεσοῦσαν· 20) Περὶ τῶν μυστηρίων· 21) Περὶ μετανοίας· 22) Περὶ πίστεως· 23) Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· 24) Περὶ τοῦ μυστηρίου τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Κυρίου· 25) Λόγος περὶ τοῦ θανάτου τοῦ αὐτοκράτορος Θεοδοσίου.
Σῴζονται δὲ καὶ ἐννενήκοντα μία ἐπιστολαί του. Ἀπολεσθέντα ἔργα του εἶνε· ¨Ερμηνεῖαι εἰς τὸν Ἡσαΐαν καὶ ἄλλους προφήτας, εἰς τὰς Παροιμίας καὶ τὴν Σοφίαν Σολομῶντος.
Ὁ Ἀμβρόσιος διεκρίθη καὶ ὡς ρήτωρ ἐκκλησιαστικὸς καὶ ὡς ὑμνογράφος, πολλοὶ δὲ τῶν ὕμνων αὐτοῦ εἶνε ἐν χρήσει ἐν τῇ λατρείᾳ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἀμβρόσιος συνέταξε καὶ τὸν τὸ πρῶτον κατὰ τὴν βάπτισιν τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου ψαλέντα ὕμνον «Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν Κύριε καὶ δεόμεθά σου ὁ Θεὸς ἡμῶν», τὸ ὀλιγόλογον τοῦτο μεγαλούργημα «τὸ χωρὶς φιλολογικὰ στολίδια καὶ πτωχὸν εἰς λέξεις μεγαλοπρεπεῖς, ἀλλ᾿ ἐν τῇ ἀφελείᾳ του ὡς ἄλλη ἑπτάχρους ἴρις ἅπαντα περιλαμβάνον τὰ εἴδη τῶν προσευχῶν, -αἶνον, εὐλογίαν, εὐχαριστίαν, δέησιν- καὶ ἁπάσας ἐξεικονίζον τὰς στάσεις τῆς ψυχῆς ἐνώπιον τοῦ Ποιητοῦ αὐτῆς».
Ἀλλ᾿ οἱ κόποι, εἰς οὓς ὑπεβάλλετο, ἵνα ἐπαρκέσῃ εἰς τὴν τόσον πολυσχιδῆ του ἐργασίαν καὶ ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ἣν διῆγε, κατέβαλον ταχέως τὸν Ἀμβρόσιον καὶ τὴ 4ην Ἀπριλίου τοῦ 397, ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, μετὰ ἀρχιερατείαν 23 πολυπόνων ἐτῶν καὶ εἰς ἡλικίαν 57 ἐτῶν παρέδωκε τὸ πνεῦμα καὶ τὴν Κυριακὴν τῆς Ἀναστάσεως ἐτάφη. Ὁ θάνατός του κατελύπησε τοὺς πάντας, ὀρθοδόξους, αἱρετικούς, ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρας, διότι ὑπῆρξεν εὐεργετικὸς πρὸς πάντας. Εἰς τὴν κηδείαν του προσέτρεξαν οἱ πάντες, φόρον τιμῆς καὶ εὐγνωμοσύνης ἀποτίοντες πρὸς τὸν ἐπίσκοπον, ὁ ὁποῖος ἀνεδείχθη κοινὸς πάντων πατήρ. Ἡ Ἐκκλησία ἐθρήνησε τὴν ἀπώλειαν τοῦ καλοῦ ποιμένος, τοῦ σοφοῦ διδασκάλου, τοῦ σθεναροῦ προασπιστοῦ τῆς ὀρθοδοξίας, τοῦ θαρραλέου προστάτου τῶν πτωχῶν καὶ ἀδικούμενων, τοῦ ἐπισκόπου, ὅστις ἐν τῷ προσώπῳ του παρέσχε ζῶσαν εἰκόνα ἐπισκόπου, ὡς διαγράφει αὐτὴν ὁ Ἀπ. Παῦλος, γράφων πρὸς Τιμόθεον. Ἡ Ἐκκλησία κατέταξεν αὐτὸν μεταξὺ τῶν ἁγίων καὶ ὤρισεν ἡμέραν τῆς μνήμης αὐτοῦ τὴν 7ην Δεκεμβρίου, ἡμέραν τῆς εἰς ἐπίσκοπον προχειρίσεώς του.

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ

Προσευχὴ τοῦ ἀπολωλότος προβάτου
(Ἀπόδοση ἀπὸ τὰ λατινικὰ στὴν νέα ἑλληνική)

Ἔλα Κύριε Ἰησοῦ. Ζήτησε τὸν δοῦλο σου, τὸ πρόβατο τὸ ἀπολωλός, ἔλα Βοσκέ. Ἄφησε τὰ ἄλλα ἐνενήντα ἐννέα πρόβατα καὶ ζήτησε τὸ ἕνα, τὸ χαμένο. Ἔλα σ᾿ ἐμένα, ποὺ μὲ παραμονεύουν λύκοι. Ἔλα σ᾿ ἐμένα, τὸν διωγμένο ἀπὸ τὸν παράδεισο. Ἔλα νὰ βρεῖς ἐμένα, ποὺ Σὲ ἀναζητῶ. Ζήτησέ με, δέξου με, πᾶρε με κοντά Σου. Μπορεῖς νὰ βρεῖς αὐτὸν ποὺ ἀναζητᾷς. Δέξου νὰ περιμαζέψεις αὐτὸν ποὺ βρίσκεις. Βάλε πάνω στὸν ὦμο Σου αὐτὸν ποὺ περιμάζεψες. Ἕνα φορτίο εὐσπλαχνίας δὲν εἶναι γιὰ Σένα βάρος. Ἔλα λοιπὸν Κύριε. Ἔλα Κύριε ν᾿ ἀναζητήσεις τὸ πρόβατό Σου. Ἔλα Ἐσύ, ὁ ἴδιος. Φέρε με στὸ Σταυρό, ποὺ εἶναι σωτηρία γιὰ τοὺς πλανεμένους, ἀνάπαυση γιὰ τοὺς κουρασμένους, ζωὴ γιὰ τοὺς νεκρούς. Ἔλα καὶ θὰ ἔρθει ἡ σωτηρία στὴ γῆ καὶ ἡ χαρὰ στὸν οὐρανό.

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013



Νικολάου Μύρων (06/12)



Tω αυτώ μηνί ϛ΄, μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Nικολάου Aρχιεπισκόπου Mύρων της Λυκίας του Θαυματουργού.
 
O Nικόλαος πρέσβυς ων εν γη μέγας,
Kαι γης αποστάς εις το πρεσβεύειν ζέει.
Έκτη Nικόλεώ γε φάνη βιότοιο τελευτή.


Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Mαξιμιανού των τυράννων, εν έτει τ΄ [300]. Kαι πρότερον μεν, έλαμψεν εν τη μοναδική πολιτεία. Ύστερον δε, διά την υπερβάλλουσαν αρετήν του έγινε και Aρχιερεύς. Eπειδή δε με ελευθέραν φωνήν εκήρυττεν ο Άγιος την ευσέβειαν, διά τούτο επιάσθη από τους άρχοντας της πόλεως Λυκίας, και ετιμωρήθη με δαρμούς και στρεβλώσεις. Έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν ομού με άλλους Xριστιανούς. Aφ’ ου δε ο μέγας Kωνσταντίνος έγινε βασιλεύς των Xριστιανών με ψήφον Θεού, τότε ελευθερώθησαν όλοι οι Xριστιανοί, όσοι ήτον δεδεμένοι εις τας φυλακάς. Mαζί δε με αυτούς ελευθερώθη και ο μέγας ούτος Nικόλαος. Δεν επέρασε δε καιρός πολύς, και εσυναθροίσθη εις την Nίκαιαν υπό του Mεγάλου Kωνσταντίνου, η αγία και Oικουμενική Πρώτη Σύνοδος, εν έτει τκε΄ [325], της οποίας μέρος ήτον και ο θείος Nικόλαος.

Δείτε τη συνέχεια εδώ: