Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013


ΚΥΡΙΑΚΗ (15Η ) ΛΟΥΚΑ
(ΤΕΛΩΝΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ )

Στην πολύβοη, εμπορικά αναπτυγμένη , και πολυάνθρωπη πόλη της Ιεριχούς, είχε έδρα και κατοικία  ένας πλούσιος άνθρωπος, και στο επάγγελμα Τελώνης, το όνομα αυτού Ζακχαίος.  Ήταν γνωστός για το αξίωμά του και τον πλούτο πού είχε δημιουργήσει, χρησιμοποιώντας προφανώς κάθε μη έντιμο μέσο. Χάρις σε αυτόν πλούτο, και την κοινωνική του θέση, ήταν ζηλευτός από πολλούς μέσα στην πόλη και φυσικά τον θεωρούσαν ευτυχισμένο. Ωστόσο όλα αυτά τά πλούτη δεν του προσέφεραν την ευτυχία πού ο ίδιος ποθούσε.
Είχε ακούσει για τον Ιησού και πληροφορήθηκε ότι περνούσε από την πόλη. Κάτι μέσα του τού έλεγε, ότι, κοντά στον Ιησού Χριστό, θα εύρισκε την εκπλήρωση του ζωηρού πόθου του, και «εζήτει ιδείν τον Ιησούν τις εστί;» Αυτή ή πίστη, και ή εσωτερική ανάγκη του, τον κάνει εφευρετικό.  Λόγω, τού μικρού του ύψους, και αψηφώντας τά σχόλια των συμπολιτών του, για την πράξη του, ανέβηκε σε ένα δέντρο (συκομουριά) και περίμενε.
Ο Παντογνώστης Κύριος, όμως, τον διέκρινε μέσα από το πλήθος. Είδε τήν αγαθή του διάθεση και τον καλεί κοντά του, λέγοντας του: «Ζακχαίε, κατάβηθι¨σήμερον γάρ εν τώ οίκω σου δεί με μείναι», δηλαδή «Ζακχαίε, κατέβα τώρα από το δέντρο, γιατί σήμερα πρέπει (είναι αναγκαίο) να μείνω στο δικό σου σπίτι». Η χαρά του Ζακχαίου απερίγραπτη, ήθελε μονάχα να τον δεί, και αξιώνεται να έχη την μεγάλη τιμή να φιλοξενήσει τον Κύριο, στο ίδιο του τό σπίτι. Οι Φαρισσαίοι όμως, εγόγγυζαν, δυσανασχετούσαν, για την περίπτωση τής παραμονής του Κυρίου, σε αμαρτωλό σπίτι. Ο Ζακχαίος, από την μία, για να τους διαψεύση και από την άλλη για να δικαιώσει τον Κύριο, με σταθερή και γεμάτη σιγουριά φωνή του, τού λέει: «Κύριε τά μισά από τά υπάρχοντά μου, τά διανέμω στους φτωχούς. Και εάν τυχόν αδίκησα κάποιους, επιστρέφω στο τετραπλάσιο αυτά πού παράνομα εισέπραξα».
Δεν σκέφτηκε καθόλου, τά χρήματα, πού θα του απομείνουν, αντίθετα ξανασκέφθηκε, ότι για να γίνη άξιος της τιμής, πού του έκανε ο Κύριος, να βρίσκεται στο σπίτι του, για να μπορέσει να αποκτήσει, ως αναφαίρετο αγαθό την εσωτερική  λύτρωση και γαλήνη πού τόσο του έλειπαν, και πού τόσο καιρό ποθούσε, έπρεπε χωρίς αναβολή να επανορθώση τις αδικίες τις οποίες είχε διαπράξει.
Και ερχόμαστε σε εμάς, άραγε τον Ιησού Χριστό εμείς τον γνωρίζουμε; Έχουμε πόθο δυνατό να τον γνωρίσουμε; Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι ως άτομα και ως έθνος, απομακρυνθήκαμε από τον Θεό, περιφρονήσαμε το Νόμο και το ευαγγέλιό Του. Κάναμε πρωταρχική ανάγκη, όλοι μας, την εύρεση της ευτυχίας μέσα από τον εύκολο πλουτισμό. Πόσο λάθος όμως είχαμε κάνει όλοι; Καιρός, λοιπόν να αλλάξουμε πορεία!  
Η σημερινή Ευαγγελική περικοπή, και ιδιαιτέρως η περίπτωση του Ζακχαίου θα πρέπει όλους να μας παραδειγματίση, και να μάς διδάξη. Έδειξε έμπρακτη και ειλικρινή μετάνοια. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε όλοι μας. Τον δέχθηκε στο σπίτι του και άλλαξαν όλα μέσα σ’ αυτό, γέμισε ευτυχία, πλημμύρισε την χαρά του ουρανού . Έτσι πρέπει να συμβαίνει και σε κάθε σπίτι στο οποίο μπαίνει ο Χριστός.



Πώς είναι δυνατόν θα ρωτήσει κάποιος να έλθη και να μείνει ο Χριστός στο σπίτι του καθενός από εμάς;  Με την μελέτη του Λόγου του μέσα από την Καινή Διαθήκη, να υπάρχουν ωφέλιμα ορθόδοξα βιβλία, καθώς και εκκλησιαστικά περιοδικά. Να υπάρχει ένα εικονοστάσι, να υπάρχει ένα καντήλι πού να καίει μέρα και νύχτα . Με το να βλέπουμε λιγότερη τηλεόραση.
Να εκκλησιάζοματε περισσότερο, να εξολογούμαστε τακτικά , και να μετέχουμε περισσότερο των Αχράντων Μυστηρίων.
Δεν είναι αρκετά όμως αυτά.
Αν θελήσουμε με αντικειμενικότητα, να εξετάσουμε ο καθένας από εμάς, τις  ημέρες της ζωής μας, ίσως να μην είναι δύσκολο,  να ανακαλύψουμε, εάν το επιτρέψει ο εγωισμός μας, μία, ίσως και περισσότερες αδικίες, πού μπορεί να έχουμε πράξη, στο σπίτι μας, στον επαγγελματικό μας χώρο, και εν κατακλείδι στις όποιες συναλλαγές μας, στην κοινωνία την οποία διαβιούμε.
Και θα ρωτήσει κάποιος, πώς το κάνουμε αυτό; η απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση, πού ευρίσκετε στα χείλη όλων μας, είναι σκληρή, Πικραίνουμε, δυσφημίζουμε, αδικούμε  τους άλλους, με λόγια, με έργα, αλλά και με την χωρίς διάκριση εν γένει συμπεριφορά μας.
Κυριαρχούμενοι πολλές φορές από αντιπάθεια, παρασυρόμενοι από από την ψυχρότητα της στιγμής, αφήνουμε να ξεφύγουνε από το στόμα μας, λόγια πικρά, προσβλητικά, ταπεινές κατηγορίες, αλλά και συκοφαντίες. Αποτέλεσμα, λοιπόν, όλων αυτών, στην καθημερινότητά μας, πολλοί, από εμάς, επάνω στην απληστία του κέρδους, νομίμως ή παρανόμως, παίρνουμε περισσότερα από ότι χρειάζονται, πληρώνουμε λιγότερα από ότι πρέπει, χωρίς να έχουμε στην σκέψη μας, και να μένουμε ασυγκίνητοι, από τις ανάγκες ενός φτωχού αδελφού μας, ή ενός ορφανού . Άλλοι πάλι φερόμαστε, με περιφρόνηση και καταφρόνηση προς τους κοινωνικά κατώτερούς μας.
Γι’ αυτό, λοιπόν, στοιχειώδες καθήκον όλων μας, όχι μόνο σ’ αυτούς πού αδικήσαμε, αλλά και απέναντι στην συνείδησή μας, είναι, θαραλλέα και με επίγνωση των συνεπειών στην ψυχή μας και στην εσωτερική γαλήνη πού όλοι μας πρέπει να αναζητούμε, ως χριστιανοί,  να αναγνωρίσουμε  τά σφάλματά μας, να επανορθώσουμε με προθυμία μιμούμενοι τον Τελώνη Ζακχαίο, τις αδικίες τις οποίες έχουμε διαπράξει, και σύμφωνα με τον σήμερα εορτάζοντα Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο πού μας συμβουλεύει: «δι’ ών παρώξυνας τον θεόν διά τούτω ίλεων ποίησον πάλιν» πού σημαίνει, ότι, αν μέχρι σήμερα δίναμε προτεραιότητα στον πλουτισμό π.χ. από τώρα και στο εξής, αυτά τά χρηήματα να τά διαθέτουμε σ’ αυτούς πού σήμερα στερούνται ακόμα και το ψωμί   για να αξιωθούμε να ακούσουμε από τον ίδιο τον Κύριο τό: «σήμερον σωτηρία τώ οίκω τούτω εγένετο».