Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013


Εὐαγγέλιον 17ης κυριακῆς Ματθαίου


 Μεγάλη, ἀδίστακτη πίστη


Κυρ. ΙΖ΄ Μθ, Χαναναίας (Μθ 15, 21-28)

    Ὅλες οἱ κινήσεις τοῦ Κυρίου ἦταν μελετημένες. Καὶ μὲ ὅλες ἀπέβλεπε σ’ ἕνα συγκεκριμένο σκοπό. Καὶ ἡ πεζοπορία του ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ Ἰσραήλ, πρὸς τὰ ΒΔ περίχωρα τῶν ἱστορικῶν μεγαλουπόλεων Τύρου καὶ Σιδῶνος τῆς Συρίας ἢ Φοινίκης, ἦταν μέσα στὸ πρόγραμμα. Ἔγινε λοιπὸν γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῆς μεγάλης πίστεως μιᾶς Χαναναίας ἢ Συροφοίνισσας.
    Προφανῶς ἡ φήμη τῶν σημείων τοῦ Χριστοῦ εἶχε προτρέξει, εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰ ὅρια τοῦ Ἰσραήλ, κι εἶχε φτάσει καὶ στ’ αὐτιὰ τῆς γυναίκας αὐτῆς, ποὺ εἶχε μεγάλο πόνο γιὰ τὴ δαιμονισμένη κόρη της. Καὶ τώρα ἐντελῶς «ἀνέλπιστα» ὁ θαυματοποιὸς περνάει ἀπὸ μπροστά της. Ἁρπάζει λοιπὸν τὴν εὐκαιρία καὶ προβάλλει τὸ αἴτημά της. Μὲ ἀγωνία μὴ χάσει τὴν εὐ­καιρία, μὲ αἴσθηση ἔσχατης ἀνάγκης, μὲ πεποίθηση ὅτι θὰ λάβει τὸ αἰτού­μενο κραυγάζει· «Γιὲ τοῦ Δαυΐδ, ἡ θυγατέρα μου βασανίζεται φρικτὰ ἀπὸ δαιμόνιο».
    Ὁ Κύριος, ἂν καὶ δὲν τὸ συνήθιζε, ἀπάντησε ἐπίτηδες σωβινιστικά, ὅτι τὴ βοήθειά του τὴν προορίζει μόνο γιὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες. Λένε ὅτι τὸ μαστι­χόδεντρο ὅσο πιὸ βαθιὰ τὸ μαχαιρώνεις, τόσο πιὸ πολὺ ἄρωμα βγάζει. Μὲ τὴν ἀπάντησή του ὁ Κύριος προκαλεῖ πράγματι βαθιὰ τομὴ στὴν ψυχὴ τῆς γυναίκας, γιὰ νὰ ρεύσει ἀπὸ τὰ χείλη της τὸ ἄρωμα τῆς μεγάλης καὶ ἀδί­στακτης πίστεώς της, γιὰ νὰ μοσχοβολήσει σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη καὶ σ’ ὅλες τὶς γενιές.
    «Ἔχω ἀποστολὴ μόνο στὰ λογικὰ πρόβατα τοῦ Ἰσραήλ, κι ὄχι στοὺς ἀλλοεθνεῖς. Ἄδικα μὲ ἀκολουθεῖς καὶ φωνάζεις», συνέχισε νὰ τῆς λέει κο­φτὰ ὁ Κύριος. Ἀλλ’ ἂν ὁ Κύριος ἐνδιαφερόταν μόνο γιὰ τοὺς Ἰουδαίους, ὅπως εἶπε, τότε τί δουλειὰ εἶχε ἐκείνη ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἡμέρα ὥρα καὶ στιγμὴ νὰ βρίσκεται ἔξω ἀπὸ τὰ σύνορα τοῦ Ἰσραήλ; Καὶ πῶς ἦταν τοῦ χαρακτῆρος του νὰ διώχνει τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὸς ποὺ διακήρυξε ἄλλοτε «Τὸν ἐρχόμενον πρός με οὐ μὴ ἐκβάλω ἔξω»; «Μπάμ» κάνει ἡ προσποί­η­ση τοῦ Κυρίου. Στὴν πραγματικότητα ὁ Κύριος πονάει καὶ θέλει ὄχι μόνο ἡ κόρη τῆς γυναίκας αὐτῆς ν’ ἀπαλλαχθεῖ ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ἀλλὰ καὶ ἡ ἴδια νὰ σωθεῖ καὶ ὅλοι ὅσοι εἶναι στὰ χέρια τοῦ ἀνθρωποκτόνου σατανᾶ, νὰ λυτρωθοῦν.
    Δὲν εἶναι λοιπόν, ἀλλὰ κάνει τὸν «τοπικιστὴ» καὶ τὸ σκληρό, ὅταν λέει στοὺς σκανδαλισμένους μαθητάς του, ποὺ συνηγοροῦν ὑπὲρ αὐτῆς, ὅτι «Δὲν εἶναι σωστὸ τὸ ψωμί, ποὺ εἶναι γιὰ τὰ παιδιά, νὰ ριχτεῖ στοὺς σκύ­λους»! Ἂν εἶναι δυνατὸν ἡ ἐνσαρκωμένη ἀγάπη νὰ ὀνομάζει ἔτσι τοὺς ἀν­θρώπους! Ὄχι, δὲν εἶναι δυνατόν. Ὁ Κύριος δὲν κάνει διακρίσεις. Ἀγαπᾶ ἐξ ἴσου ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, Ἰουδαίους καὶ μή. Ἡ ἀγάπη του εἶναι σὰν ἥλιος, ποὺ στέλνει τὶς ζωογόνες ἀκτῖνες του σ᾿ ὅλους, καλοὺς καὶ κακούς. Ἁπλῶς τώρα μὲ σφιγμένη καρδιὰ μπήζει τὸ μαχαῖρι βαθιὰ στὸ «μαστι­χό­δεντρο». Ὁ ἀληθινὸς Ἰησοῦς δὲν ἔχει ἐκδηλωθεῖ ἀκόμη· θὰ ἐκδηλωθεῖ ἀμέ­σως. Θὰ φωτίσει, θὰ θερμάνει καὶ θὰ ζωογονήσει μὲ τὴν ἀγάπη του. Περιμένετε.
    Αὐτὴ ἡ ὑπερβολὴ τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Κυρίου ἔβγαλε πράγματι ὅλο τὸ ἄρωμα τῆς ταπεινοφροσύνης, ὅταν ἡ Συροφοίνισσα ἀπάντησε, καὶ εἶναι θαυμαστὴ ἡ ἐτυμηγορία τῆς πίστεως, ὅτι «Στ’ ἀλήθεια, εἶναι σκυλί, κι ὅτι δὲν διεκδικεῖ μερίδιο ἀπὸ τὸ ψωμί, ἀλλὰ ψίχουλα, ὅπως ὅλα τὰ σκυλιὰ περιμένουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ ἀφεντικοῦ τους». Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὰ χείλη της αὐτὴ ἡ ταπεινὴ κουβέντα, «ἔσπασε» ὁ Χριστός. Δὲν ἄντεξε ἄλλο στὴν προσποίηση. Συγκινημένος φανέρωσε μπροστὰ σ’ ὅλους τοὺς παρευ­ρι­σκόμενους τὴν πίστη της. «Γυναῖκα» τῆς λέει «μεγάλη εἶναι ἡ πίστη σου· ἂς γίνει ὅπως θέλεις». Καὶ σημειώνει ὁ αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος Ματθαῖος, ὅτι ἀκριβῶς τὴν ὥρα ἐκείνη γιατρεύτηκε ἡ κόρη της ἀπὸ τὸ ἀδυσώπητο δαι­μόνιο. Ὁ ἀνίκητος νικήθηκε, καὶ ἡ ἐξουθενωμένη νίκησε!
    Ποῦ τέτοια πίστη στοὺς Ἰσραηλῖτες; Ἀπιστία, ναί. Ἀπόρριψη, ναί. Δυσ­τυ­χῶς γιὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοὺς τοῦ Θεοῦ. Ἀποδείχτηκαν τελευταῖοι, ἐνῷ οἱ τελευταῖοι ἔγιναν πρῶτοι. Τέτοια πίστη εἶχε συναντήσει καὶ ἄλλοτε ὁ Κύριος, ἀλλὰ καὶ πάλι σὲ μὴ Ἰουδαίους. Εἶχε συναντήσει στὴ Σαμα­ρεί­τισ­σα λ.χ., στὴν ὁποία εἶχε ἀποκαλύψει τὴ μεγάλη ἀλήθεια ὅτι αὐτὸς ποὺ τῆς μιλάει εἶναι ὁ Χριστός (= ὁ μεσσίας), κι ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Πνεῦμα. Ἐπίσης στὸν εὐγνώμονα λεπρό, ποὺ μόλις ἔγινε καλά, γύρισε πίσω, ἔπεσε στὰ πό­δια του εὐχαριστώντας τον. Τέλος στὸ Ρωμαῖο ἑκατόνταρχο, ποὺ φρονοῦσε ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος νὰ τὸν δεχτεῖ στὸ σπίτι του, κι ὅτι θὰ μποροῦσε ἀπὸ μακριὰ μ᾿ ἕνα λόγο του νὰ κάνει καλὰ τὸ δοῦλο του.
    Ὁ Χριστὸς δὲν εἶναι στενόκαρδος Ἰουδαῖος. Εἶναι γιὰ ὅλους. Ὅπου συν­αν­τᾷ τὸ καλὸ τὸ ἐπαινεῖ, κι ὅπου τὸ κακὸ τὸ ἐλέγχει.  Εἶναι κοινὸς σω­τήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅπου γῆς. Τοὺς μαθητάς του τοὺς ἔστειλε σ’ ὅλα τὰ ἔθνη. Εἶναι ὁ μεγάλος καὶ ὁ πρῶτος καὶ ἀκαταγώνιστος ἀντιρα­τσι­στής, ἢ καλύτερα, εἶναι ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης, ποὺ πονάει ὅλα τὰ πλάσματά του, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο γιὰ νὰ τοὺς ἑλκύσει κοντά του. Ἐδῶ προβάλλει τὴν πίστη τῆς Χαναναίας, γιὰ νὰ μᾶς δείξει τί πίστη θέλει, πίστη μεγάλη, χωρὶς δισταγμούς, ὥστε νὰ μᾶς παραζηλώσει νὰ τὴν ἐπιδιώξουμε κι ἐμεῖς.

    Ἀθανάσιος Γ. Σιαμάκης, ἀρχιμανδρίτης